Μία τοξική ουσία που υπήρχε στη βενζίνη έως το 2000 μπορεί να ευθύνεται για την αυξημένη επιρρέπεια πολλών ανθρώπων στην κατάθλιψη και άλλα προβλήματα ψυχικής υγείας, αναφέρουν επιστήμονες από τις ΗΠΑ.
Η ουσία αυτή είναι ο μόλυβδος, ο οποίος προστέθηκε για πρώτη φορά στη βενζίνη τη δεκαετία του 1920 για να βελτιώσει την απόδοση των οχημάτων. Ωστόσο είναι τοξικός για τα κύτταρα του εγκεφάλου και δεν υπάρχει κανένα ασφαλές επίπεδο έκθεσης.
Τα παιδιά είναι ιδιαιτέρως ευάλωτα σε αυτόν, αφού μπορεί να διαταράξει την ανάπτυξη του εγκεφάλου τους.
Παρότι επί δεκαετίες ήταν γνωστές οι επιπτώσεις του στην υγεία, μόλις το 2000 απαγορεύτηκε η προσθήκη του στη βενζίνη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Από το 1993 όμως όλα τα βενζινοκίνητα οχήματα που πωλούνταν στην ΕΕ, έπρεπε να χρησιμοποιούν μη μολυβδούχα καύσιμα. Στην Ελλάδα ο μόλυβδος στη βενζίνη απαγορεύθηκε το 2002.
Όσοι γεννήθηκαν πριν από αυτές τις ημερομηνίες, είναι πιθανό να έχουν υποστεί τις τοξικές επιδράσεις του, αναφέρουν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Duke, στη Βόρεια Καρολίνα.
Σε μεγάλη μελέτη που πραγματοποίησαν διαπίστωσαν πως οι πολίτες των ΗΠΑ που είχαν γεννηθεί πριν την απαγόρευσή του το 1996 είχαν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά προβλημάτων ψυχικής υγείας. Είναι επίσης πιθανό να υπέστησαν αλλαγές στην προσωπικότητά τους, που τους κατέστησαν λιγότερο ανθεκτικούς στις δοκιμασίες της ζωής.
Τον μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν όσοι γεννήθηκαν από το 1965 έως το 1980, όταν έγινε η μέγιστη χρήση του.
Μόνο στις ΗΠΑ, η έκθεση στον μόλυβδο από τις εξατμίσεις των οχημάτων μπορεί να έχει προκαλέσει έως και 151 εκατομμύρια κρούσματα ψυχικών νόσων και νευροαναπτυξιακών διαταραχών τα τελευταία 75 χρόνια, αναφέρουν. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται:
- Η κατάθλιψη
- Οι αγχώδεις διαταραχές
- Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ)
Η μελέτη
Τα νέα ευρήματα δημοσιεύονται στην ιατρική επιθεώρηση Journal of Child Psychology and Psychiatry. Οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία για τα επίπεδα μολύβδου στο αίμα των παιδιών στις ΗΠΑ από το 1940 έως το 2015. Εξέτασαν επίσης τις διαχρονικές τάσεις στην προσθήκη του στη βενζίνη, καθώς και επιδημιολογικά δεδομένα για τις ψυχοαναπτυξιακές νόσους.
Τα στοιχεία αυτά τους επέτρεψαν να υπολογίσουν πόσο επιβαρύνθηκε η ψυχική και νευρολογική κατάσταση του πληθυσμού από τον μόλυβδο στη βενζίνη.
Όπως αναφέρουν, ο μισός σημερινός πληθυσμός των ΗΠΑ (πάνω από 170 εκατομμύρια άνθρωποι) είχε αυξημένα επίπεδα μολύβδου στο αίμα κατά την παιδική ηλικία. Το γεγονός αυτό σχετίσθηκε με αυξημένο κίνδυνο αναπτύξεως προβλημάτων ψυχικής υγείας.
Στην πραγματικότητα, η έκθεση στον μόλυβδο σχετίσθηκε με υψηλότερα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης. Είναι επίσης πιθανό να προκάλεσε ήπια δυσφορία που διαταράσσει την ποιότητα ζωής χωρίς να εξελίσσεται σε πλήρη ψυχιατρική διαταραχή.
Ο μόλυβδος μπορεί επίσης να έχει μειώσει τον δείκτη νοημοσύνης των σημερινών μεσηλίκων, σύμφωνα με προγενέστερα ευρήματα.
Μεγάλες αλλαγές
«Ο ανθρώπινος οργανισμός δεν είναι κατάλληλα προσαρμοσμένος, ώστε να αντέχει τα επίπεδα μολύβδου στα οποία εκτεθήκαμε τον περασμένο αιώνα. Δυστυχώς αυτά ήταν 1.000 έως 10.000 φορές υψηλότερα από την φυσική έκθεση», δήλωσε ο ερευνητής Dr. Aaron Reuben, μεταδιδακτορικός ερευνητής Νευροψυχολογίας στο Duke.
«Είδαμε πολύ μεγάλες αλλαγές στην ψυχική υγεία μεταξύ των διαφορετικών γενεών, οι οποίες συμπίπτουν με τη χρήση μολύβδου στη βενζίνη. Επομένως, είναι πολύ πιθανό πολλοί άνθρωποι να μην τα είχαν εκδηλώσει ποτέ, εάν δεν εισέπνεαν τόσο πολύ μόλυβδο», δήλωσε ο επιβλέπων ερευνητής Dr. Mathew Hauer, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Φλόριντα. «Και οι επιπτώσεις του παρελθόντος επηρεάζουν ακόμα την υγεία στο παρόν».
Φωτογραφία: iStock