Ο κορονοϊός Covid-19 συνεχίζει την επέλασή του στον πλανήτη και ολοένα περισσότεροι άνθρωποι μπαίνουν σε καραντίνα επειδή είναι φορείς του και πρέπει να αποφευχθεί η περαιτέρω εξάπλωσή του. Δυστυχώς, όμως, η καραντίνα δεν είναι κάτι απλό, αλλά μπορεί να έχει σοβαρές ψυχικές επιπτώσεις.
Νέα ανάλυση που δημοσιεύεται στην ιατρική επιθεώρηση The Lancet αποκαλύπτει ότι η σύγχυση, ο θυμός και το μετατραυματικό στρες παρατηρούνται συχνά στους εγκλείστους. Μάλιστα οι ψυχικές αυτές επιπτώσεις μπορεί να επιμείνουν επί καιρό μετά το τέλος της καραντίνας.
Διαβάστε ακόμα: Κορωνοϊός: Συμπτώματα, μετάδοση και μέτρα προστασίας – Συνοπτικά τι πρέπει να ξέρετε
Κορωνοϊός: “Πιστεύω ότι έχω νοσήσει! Τι πρέπει να κάνω;” – Τα πρώτα βήματα πριν τη διάγνωση
Υπό το φως των ευρημάτων τους, οι ερευνητές προχωρούν σε συστάσεις ώστε να μειωθεί κατά το δυνατόν περισσότερο ο αρνητικός αντίκτυπος της καραντίνας.
Συνδυασμένη ανάλυση
Την μελέτη πραγματοποίησαν επιστήμονες από το King’s College του Λονδίνου. Οι ερευνητές ανέλυσαν συνδυαστικά τα ευρήματα 24 προγενέστερων ερευνών, που είχαν διεξαχθεί σε 10 χώρες του κόσμου.
Οι έρευνες είχαν πραγματοποιηθεί σε περιόδους που πάλι η ανθρωπότητα βρισκόταν αντιμέτωπη με σοβαρό πρόβλημα δημοσίας υγείας. Στην πραγματικότητα, οι εθελοντές που συμμετείχαν ήσαν πάσχοντες από SARS, Έμπολα, γρίπη H1N1, MERS ή γρίπη των ιπποειδών. Η γρίπη των ιπποειδών προκαλείται από ιό γρίπης τύπου Α και κατά καιρούς παρατηρούνται εξάρσεις σε διάφορες χώρες (π.χ. ΗΠΑ, Αυστραλία κ.λπ.).
Η μετανάλυση αυτή κατέδειξε ευρύ φάσμα ψυχολογικών επιπτώσεων της καραντίνας. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονταν συμπτώματα μετατραυματικού στρες, κατάθλιψη, θυμός και φόβος, καθώς και κατάχρηση ουσιών. Από τα συμπτώματα αυτά, εκείνα του μετατραυματικού στρες είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να είναι μακροχρόνια.
Παράγοντες κινδύνου πριν την καραντίνα
Φυσικά δεν κινδυνεύουν να παρουσιάσουν ψυχική επιβάρυνση όλοι όσοι μπαίνουν σε καραντίνα. Η νέα ανάλυση έδειξε ότι υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που αυξάνουν τις πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο. Αυτοί είναι:
- Το ιστορικό προβλημάτων ψυχικής υγείας πριν την καραντίνα. Το ιστορικό αυτό συσχετίστηκε με τη διατήρηση των αισθημάτων θυμού και άγχους 4-6 μήνες μετά το τέλος της.
- Το επάγγελμα. Οι εργαζόμενοι στην Υγεία είχαν πιο σοβαρά συμπτώματα μετατραυματικού στρες απ’ ό,τι άλλοι ασθενείς.
Παράγοντες κινδύνου κατά την καραντίνα
- Η διάρκεια της καραντίνας. Όσο μεγαλύτερη ήταν η διάρκεια της καραντίνας, τόσο πιθανότερο ήταν να αναπτυχθεί μετατραυματικό στρες. Μάλιστα μία μελέτη έδειξε ότι ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος μετά από τις πρώτες 10 ημέρες της καραντίνας.
- Ο φόβος. Σε πολλές από τις μελέτες που αναλύθηκαν οι ασθενείς φοβούνταν μήπως κολλήσουν τους οικείους τους, μπαίνοντας σε καραντίνα στο σπίτι τους. Ο φόβος ήταν πιο έντονος σε όσους είχαν και σωματικά συμπτώματα. Το ίδιο και στις εγκύους και στους γονείς μικρών παιδιών.
- Η σύγχυση και η ανία. Ο εγκλεισμός, η απώλεια της καθημερινής ρουτίνας και η μειωμένη κοινωνική και σωματική επαφή προκαλούσαν επίμονα ένα αίσθημα απομόνωσης από τον υπόλοιπο κόσμο. Ωστόσο αυτά τα συναισθήματα αμβλύνονταν όταν οι ασθενείς είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνούν με τον έξω κόσμο μέσω τηλεφώνου ή Ίντερνετ. Ήταν επίσης σημαντικό να απασχολούνται με δραστηριότητες για να μην βαριούνται.
- Οι ανεπαρκείς προμήθειες (π.χ. φαγητό, νερό, φάρμακα, ρούχα, ανέσεις). Οι ασθενείς με περιορισμένες προμήθειες ήταν πιθανότερο να παρουσιάσουν άγχος και θυμό. Τα συναισθήματα αυτά ήταν επίσης πιθανότερο να επιμείνουν μετά το πέρας της καραντίνας.
- Η ελλιπής ενημέρωση. Η ανεπαρκής ενημέρωση από τις Αρχές για τον σκοπό της καραντίνας και τι θα περιλαμβάνει συσχετίστηκαν με αυξημένο κίνδυνο αρνητικών ψυχικών εκβάσεων.
Μετά το τέλος της καραντίνας
Σημαντικό ρόλο στην ψυχική επιβάρυνση των ασθενών έπαιξαν επίσης τα οικονομικά προβλήματα και το στίγμα μετά την καραντίνα. Τα οικονομικά προβλήματα είναι σημαντικός παράγοντας και κατά την καραντίνα. Αυτό είναι λογικό αφού οι άνθρωποι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν ξαφνικά τις δουλειές τους, χωρίς προγραμματισμό.
Όσον αφορά το στίγμα, πολλοί ασθενείς ανέφεραν ότι για αρκετό καιρό μετά την καραντίνα ένιωθαν δακτυλοδεικτούμενοι στις γειτονιές τους. Ανέφεραν επίσης ότι αντιμετώπισαν συμπεριφορές απόρριψης και κοινωνικής απομόνωσης, καθώς οι άλλοι τους απέφευγαν ή τους αντιμετώπιζαν με φόβο.
Πως μπορούν να βοηθηθούν οι έγκλειστοι
Οι επιστήμονες του King’s College τονίζουν στην ανάλυσή τους πως η καραντίνα είναι ένα απαραίτητο μέτρο για να αναχαιτιστεί ο κορωνοϊός Covid-19. Ωστόσο, πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για την προστασία της ψυχικής υγείας των ασθενών. Έτσι λοιπόν προτείνουν:
- Να είναι η καραντίνα όσο το δυνατόν πιο σύντομη
- Να είναι η διάρκεια της καραντίνας συγκεκριμένη (όση η περίοδος επωάσεως του λοιμογόνου παράγοντα) και ίδια για όλους.
- Να μην παρατείνεται κατά περίπτωση η διάρκειά της.
- Να ενημερώνονται αναλυτικά οι έγκλειστοι για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν, τον σκοπό της καραντίνας, τη διάρκειά της κ.λπ.
- Να παρέχονται επαρκείς προμήθειες στους εγκλείστους.
- Να τους παρέχεται η δυνατότητα της ελεύθερης επικοινωνίας μέσω τηλεφώνου και διαδικτύου. Ειδικά για όσους μπαίνουν σε καραντίνα σε νοσηλευτικά ιδρύματα, οι ερευνητές συνιστούν να μην αμελούν οι Αρχές να τους τροφοδοτούν με ηλεκτρονικούς υπολογιστές και φορτιστές για το κινητό τους. Πρέπει επίσης να υπάρχει ειδική τηλεφωνική γραμμή βοηθείας για τους εγκλείστους, ώστε να μπορούν να θέτουν κάθε απορία τους.
- Να δίνουν οι Αρχές έμφαση στον αλτρουισμό. Η καραντίνα γίνεται για να προστατευθεί η υγεία των άλλων, ιδίως των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού, γράφουν οι ερευνητές. Είναι δηλαδή μία αλτρουιστική πράξη, μία προσφορά προς το κοινωνικό σύνολο. Επομένως, πρέπει να τονίζεται πόσο σημαντική είναι.
Απαραίτητο είναι, τέλος, να ληφθεί ειδική μέριμνα για τους πάσχοντες εργαζομένους στην Υγεία. Είναι πολύ σημαντικό να αισθάνονται ότι έχουν την υποστήριξη των συναδέλφων τους και όχι να απομακρύνονται από κοντά τους, γράφουν οι ερευνητές.