Η πεποίθηση ότι οι κατά συρροή δολοφόνοι πάσχουν από σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα έχει συμβάλλει σημαντικά στο στίγμα που περιβάλλει τις ψυχικές ασθένειες. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως ανταποκρίνεται κιόλας στην πραγματικότητα.
Αντιθέτως, μια νέα μεγάλη μελέτη αποκαλύπτει πως από ψύχωση ή σχιζοφρένεια πάσχει μόνο ο ένας στους δέκα κατά συρροήν δολοφόνους. Οι υπόλοιποι είναι πιθανότερο να αντιμετωπίζουν άλλα, μη-ψυσωσικά προβλήματα.
Τη μελέτη πραγματοποίησαν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Οι ερευνητές εξέτασαν στοιχεία από 14.785 φόνους που διεξήχθησαν παγκοσμίως μεταξύ 1900 και 2019. Οι 1.315 από αυτούς ήταν μαζικές δολοφονίες και κόστισαν τη ζωή 10.877 ανθρώπων.
Μόνο το 11% των κατά συρροή δολοφόνων είχαν ιστορικό ψυχωτικών συμπτωμάτων. Υπήρχε όμως διαφορά στο ποσοστό αυτό αναλόγως με το είδος του όπλου που είχε χρησιμοποιηθεί. Έτσι:
- Σε όσους είχαν διαπράξει τις μαζικές δολοφονίες με πυροβόλα όπλα ήταν 8%
- Σε όσους είχαν χρησιμοποιήσει άλλα φονικά μέσα ήταν 18%.
Στα «άλλα φονικά μέσα» συμπεριλαμβάνονται εκρηκτικά, δηλητήρια, μαχαίρια, αμβλέα όργανα, οχήματα που οδηγήθηκαν σε πλήθος ανθρώπων.
Κυρίως με όπλα μετά το 1970
Οι ερευνητές δημοσιεύουν τα ευρήματά τους στην επιθεώρηση Psychological Medicine. Όπως γράφουν, από το 1970 και μετά το κύριο μέσο που χρησιμοποιούν οι κατά συρροή δολοφόνοι είναι τα πυροβόλα όπλα. Οι μαζικές δολοφονίες με όπλα αντιπροσωπεύουν το 60% των δολοφονιών που μελετήθηκαν. Οι περισσότερες έχουν καταγραφεί στις ΗΠΑ, όπου επιτρέπεται η κατοχή και χρήση πυροβόλων όπλων.
Παρότι, όμως, τα περιστατικά μαζικής δολοφονίας με πυροβόλα όπλα ήταν περισσότερα, είχαν αναλογικά λιγότερα θύματα απ’ ό,τι οι μαζικές δολοφονίες με άλλα φονικά μέσα.
Προβλήματα με το νόμο και τις ουσίες
Οι κατά συρροή δολοφόνοι που διαπράττουν τους φόνους με όπλα σπανίως είχαν ψυχωσικές τάσεις, γράφουν οι ερευνητές. Συχνά όμως:
- Έκαναν χρήση αλκοόλ και ουσιών
- Είχαν μη-ψυχωτικά προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως αγχώδεις διαταραχές ή διαταραχές προσωπικότητας.
Οι κατά συρροή δολοφόνοι που είχαν οποιοδήποτε πρόβλημα ψυχικής υγείας, είχαν αυξημένες πιθανότητες να διαπράξουν τις δολοφονίες με ημιαυτόματα ή αυτόματα όπλα. Αντιθέτως, οι δολοφόνοι χωρίς ψυχοπαθολογία (που ήταν η πλειονότητα) χρησιμοποιούσαν συχνότερα μη-αυτόματα όπλα. Οι ερευνητές δεν γνωρίζουν που θα μπορούσε να οφείλεται αυτή η διαφορά.
Παραπλανητική η ψυχοπαθολογία
Σε κάθε περίπτωση, «η μελέτη μας ξεδιαλύνει οριστικά τον μύθο ότι οι σοβαρές ψυχιατρικές παθήσεις, όπως η σχιζοφρένεια και η ψύχωση, αποτελούν παράγοντα κινδύνου για δολοφονίες», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Dr. Gary Brucato, ερευνητής στο Τμήμα Ψυχιατρικής του Κολούμπια. «Η έμφαση που δίνεται σε αυτές τις παθήσεις είναι αδικαιολόγητη. Οδηγεί απλώς σε αναίτιο κοινωνικό φόβο και στιγματισμό».
Επιπλέον, η έμφαση στις βαριές ψυχοπαθολογικές καταστάσεις βλάπτει και τις προσπάθειες πρόληψης των μαζικών δολοφονιών. Όπως σημειώνουν οι ερευνητές στο άρθρο τους, οι πολιτικές πρόληψης που εστιάζονται σε αυτές τις καταστάσεις, μπορεί να έχουν περιορισμένο αποτέλεσμα. Και αυτό είναι εύλογο αφού οι κατά συρροή δολοφόνοι σπανίως έχουν ψυχωτικά προβλήματα.
Προτιμότερο θα ήταν, λοιπόν, οι πολιτικές πρόληψης να εστιάσουν σε αληθινά προβλήματα. Θα έπρεπε, λ.χ., να στοχεύουν στον περιορισμό της πρόσβασης του κοινού στα όπλα και της χρήσης ουσιών. Χρήσιμες θα ήταν επίσης πολιτικές που θα στόχευαν στην μη ψυχωτική ψυχοπαθολογία ή σε συγκεκριμένα προβλήματα με το νόμο, προσθέτουν.
Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται μια νέα προσέγγιση για την πρόληψη μελλοντικών τραγωδιών αυτού του είδους. Και αυτή η νέα προσέγγιση, δεν πρέπει να εστιάζεται στους πάσχοντες από σοβαρές ψυχικές νόσους, καταλήγουν οι ειδικοί.