γράφει ο Χάρης Αντωνίου, εγγεγραμμένος Σχολικός Ψυχολόγος
Η Stroebe (1989), αναφέρει ότι ο φυσιολογικός θρήνος σε όλους τους ανθρώπους εμφανίζεται με χιλιάδες κοινωνικές, συμπεριφοριστικές, σωματικές και γνωστικές εκδηλώσεις. Στο χώρο των συναισθημάτων μπορεί να εκδηλωθεί με κατάθλιψη, απελπισία και κατήφεια, άγχος, ενοχή, θυμό και εχθρότητα, ανικανότητα του ατόμου να νοιώσει ηδονή και με αίσθημα μοναξιάς. Στο χώρο της συμπεριφοράς, οι πιο συνηθισμένες εκδηλώσεις θρήνου είναι η ανησυχία, η κόπωση, το κλάμα και η κοινωνική απομόνωση. Οι σωματικές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν ανορεξία, διαταραχές του ύπνου, μείωση της ενεργητικότητας και εξάντληση, διάφορες σωματικές διαταραχές.
Στην παιδική και εφηβική ηλικία τώρα, βλέπουμε ότι το παιδί προσχολικής ηλικίας δεν διακρίνει το φυσιολογικό θάνατο από τη ζωή. Πρόκειται για απομάκρυνση, αποχωρισμό, ύπνο, ένα είδος ζωής κάτω από άλλες συνθήκες. Η εκδήλωση παθολογικού πένθους είναι πιο πιθανή στην ηλιακή αυτή περίοδο, εξαιτίας της περιορισμένης κατανόησης, της ελλιπούς πληροφόρησης και των αλλαγών ζωής που έπονται. Στην ηλικία των 6 χρόνων τα παιδιά κατανοούν ότι οι λειτουργίες του σώματος σταματούν και το άτομο που πεθαίνει διαφέρει από τους ζώντες: δεν κινείται, δεν αισθάνεται, δεν ακούει, δε μιλά και οι λειτουργίες του σώματος σταματούν. Παιδιά μικρότερης ηλικίας αδυνατούν να κατανοήσουν την έννοια της αλλοίωσης του σώματος, ενώ ο θάνατος για αυτά είναι αναστρέψιμος.
Με την πάροδο της ηλικίας η κατανόηση της ασθένειας και της έννοιας του θανάτου εξελίσσεται. Στην ηλικία των 8 χρόνων, τα περισσότερα παιδιά έχουν σχεδόν ή πλήρως κατανοήσει την έννοια του θανάτου Κατά την εφηβεία ο θάνατος γίνεται αντιληπτός ως αναπόφευκτο γεγονός του κύκλου της ζωής. Οι έντονες φυσιολογικές αλλαγές αυτής της περιόδου, ταυτόχρονα με την αναπτυσσόμενη αίσθηση της προσωπικής ταυτότητας οδηγούν σε αυξανόμενο ενδιαφέρον για το σώμα και τον ναρκισσισμό.
Πολλές φορές στην προσπάθεια τους οι ενήλικοι να προστατεύσουν τα παιδιά από το θρήνο, τα εμποδίζουν να παρευρεθούν στην τελετή της ταφής, αλλά αντιθέτως τα νεκρικά έθιμα πρέπει να αποβλέπουν στο να διευκολύνουν το ξέσπασμα της θλίψης και των άλλων οδυνηρών συναισθημάτων.
Το πρώτο που μπορούμε να προσφέρουμε σε παιδιά που πενθούν είναι να τα ενημερώσουμε με σαφήνεια και ειλικρίνεια για το θάνατο που αντιμετωπίζουν. Για να επιτύχουμε μια καλή και εποικοδομητική επικοινωνία μαζί τους μπορούμε να αρχίσουμε μιλώντας τους για αυτά που θέλουν να μάθουν, για αυτά που πρέπει να καταλάβουν και για αυτά που είναι σε θέση να κατανοήσουν. Όσο σαφείς όμως και αν είναι οι πληροφορίες που δίνουμε, η επικοινωνία ανάμεσα μας παραμείνει ελλιπής, αν δε δώσουμε την ευκαιρία στα παιδιά να εκφράσουν τις αντιλήψεις και τις σκέψεις τους για το συγκεκριμένο θάνατο. Ένας δεύτερος τρόπος συμπαράστασης που μπορούμε να προσφέρουμε σε άτομα που πενθούν και ειδικότερα σε παιδιά, είναι να τα βοηθήσουμε να χειριστούν άμεσα τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις τους. Είναι πολύ σημαντικό για ένα παιδί να καταλάβει τα έντονα και ποίκιλα συναισθήματα που βιώνει εξαιτίας της απώλειας, και να μάθουν να τα εκφράζουν με εποικοδομητικούς και όχι αυτοκαταστροφικούς τρόπους.
Παράλληλα, μια τρίτη βοήθεια που μπορεί να δοθεί σε παιδιά που πενθούν είναι να τα ενισχύσουμε στην προσπάθεια τους να μνημονεύσουν το άτομο που πέθανε. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους μπορούν να εκφράσουν τα παιδιά την ανάγκη τους να θυμούνται το άτομο που πέθανε κρατώντας τη μνήμη του ζωντανή. Τέλος, μια τέταρτη καθοδήγηση, ευνοϊκή σε παιδιά που πενθούν, είναι να τους δείξουμε ότι η ζωή τους δε θα πάψει να είναι μια καλή και γεμάτη αγάπη ζωή. Για πολλά παιδιά ο θάνατος ενός κοντινού τους ανθρώπου μπορεί να σημαίνει το τέλος κάθε ευτυχίας, και είναι ρόλος του ενήλικου να μάθει στο παιδί ότι στη ζωή χωρούν μαζί χαρούμενες και λυπηρές στιγμές.
Κοινός παρανομαστής των περισσότερων παραδοσιακών θεωριών θρήνου είναι ο προσδιορισμός μιας σειράς σταδίων ή φάσεων προσαρμογής, τα οποία έχουν ως αφετηρία τον ίδιο το θάνατο ή τον επικείμενο θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου και συνεχίζουν με ποίκιλες μορφές συναισθηματικών αντιδράσεων έως ότου το άτομο που πενθεί επιτύχει κάποια μορφή ανάκαμψης, αποδοχής ή κάτι παρόμοιο. Το μοντέλο σταδίων εμφανίζεται ήδη με το έργο Lindermann, ο οποίος διαίρεσε το θρήνο στα παιδιά του σοκ-δυσπιστίας, του οξέος θρήνου και της επίλυσης. Όμως η θεωρία που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή, σε σύγκριση με όλες τις άλλες είναι αυτή της Kubler-Ross. Επίκεντρο της μελέτης της Kubler-Ross ήταν η συναισθηματική μετάβαση που αρχίζει με την άρνηση και περνάει μέσα από το θυμό, τη διαπραγμάτευση και την κατάθλιψη για να καταλήξει στην πιθανή αποδοχή που βίωναν οι ασθενείς τελικού σταδίου, ενώ περίμεναν το θάνατο τους.
Τα παιδιά έχουν ανάγκη να κατανοήσουν το θάνατο για να πενθήσουν. Μπορεί να μη κατανοήσουν την πηγή των συναισθημάτων πένθους και να υποφέρουν μόνα χωρίς να ζητήσουν βοήθεια. Τα παιδιά που πενθούν, μπορεί να ντρέπονται για τις αντιδράσεις τους ή να θεωρούν ότι βιώνουν μοναδικά συναισθήματα. Οι εμπειρίες αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε ψυχοσωματικά συμπτώματα.
Προσοχή και έλεγχος απαιτείται στην ποιότητα των εξηγήσεων, ώστε να μην παραβιάζεται το γνωστικό επίπεδο του παιδιού. Η εξήγηση, ο μπαμπάς πήγε στον ουρανό μπορεί να σημαίνει για το παιδί ότι ο μπαμπάς θα επιστρέψει, όπως παλιά μετά από ταξίδι. Σε περιπτώσεις ξαφνικού θανάτου κάτω από τραυματικές συνθήκες πρέπει να διερευνάται η πιθανότητα εκδήλωσης διαταραχής μετατραυματικού στρες.
Σημαντικό ρόλο στη ζωή των παιδιών που θρηνούν παίζει και το σχολείο. O Sandoval (2001), ανέφερε ότι η παρέμβαση στην κρίση δεν νοείται μόνο με τη μορφή συμβουλευτικής διαδικασίας με το παιδί, αλλά και με τη μορφή μιας σειράς άλλων άμεσων ή έμμεσων παρεμβάσεων και αλλαγών στο σχολικό περιβάλλον του. Όταν οι εκπαιδευτικοί αγνοούν το γεγονός της απώλειας κινδυνεύουν να δώσουν στο μαθητή που θρηνεί λανθασμένα μηνύματα. Το θέμα του θανάτου μπορεί να ενταχθεί στο πρόγραμμα του σχολείου με διάφορους τρόπους, έτσι ώστε οι μαθητές να είναι προετοιμασμένοι.
O ρόλος του σχολικού ψυχολόγου είναι καθοριστικός. Ειδικότερα για τη συμβουλευτική διαχείρισης κρίσεων, όπως είναι η απώλεια και η διαδικασία του θρήνου, επειδή αυτή διαφοροποιείται αρκετά ως προς το περιεχόμενο και τη διαδικασία από τη συνήθη συμβουλευτική, με έμφαση στην παροχή των λεγόμενων ψυχολογικών πρώτων βοηθειών τόσο στο παιδί όσο και στην οικογένεια.
Ο θρήνος έχει πολλές φορές παρομοιαστεί με ένα ταξίδι, δίνοντας την αίσθηση ότι ξεκινά κανείς από ένα μέρος και μετά συνεχίζει να περιπλανιέται σε ένα έρημο και ανοίκειο τόπο, ώσπου να επιστρέψει αν φανεί τυχερός, κάπου κοντά στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε. Στην παραδοσιακή θεωρία θρήνου το ταξίδι αυτό εμμέσως θεωρείται σαν κάτι ιδιωτικό που πραγματοποιείται από ένα μοναχικό ταξιδιώτη, ο οποίος βρίσκει το δρόμο του χρησιμοποιώντας οικείες πινακίδες που αναγγέλλουν κάθε νέο σταθμό του ταξιδιού.
Αυτή η συμβατική προσέγγιση προσφέρει στον πενθούντα την ανακούφιση ενός ξεκάθαρου οδικού χάρτη για κάποιον τόπο που προηγουμένως του ήταν άγνωστος αν και ο χάρτης συνοδεύεται από την προειδοποίηση ότι η παρέκκλιση από την προτεινόμενη πορεία κρύβει στην καλύτερη περίπτωση, αμφιβόλου αποτελέσματος παρακάμψεις και στ χειρότερη επικίνδυνα αδιέξοδα. Οι επαγγελματίες που ειδικεύονται σε θέματα θρήνου, σύμφωνα με αυτήν την άποψη λειτουργούν ως σύμβουλο ταξιδιού που εκτιμούν ταχύτατα τις ανάγκες και τα αποθέματα του πενθούντα και στη συνέχεια προτείνουν κάποιο δρομολόγιο από έναν περιορισμένο οδηγό εναλλακτικών λύσεων. Στόχος τους είναι να διασφαλίσουν ότι το άτομο θα προσανατολίσει την πορεία του προς την προκαθορισμένη κατάληξη του ταξιδιού του.
Πηγές: Παπαγεωργίου, Β.Α., 2005/ Lansddown et al. 1985/Grollman 1976/ Neimeyer, 2006/ Gudas,1993/Χατζηχρήστου,2004.