Αυξάνονται τα νοσήματα του σεξ στους νέους – Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο

  • Ρούλα Τσουλέα
σεξ
Ποια νοσήματα παρουσιάζουν αύξηση και για ποιους λόγους. Ποιοι νέοι είναι πιο ευάλωτοι σε αυτά.

Αύξηση παρουσιάζει η πλειονότητα των νοσημάτων που μεταδίδονται με το σεξ, ιδίως στους εφήβους και τους νεαρούς ενήλικες, σύμφωνα με νέα επιστημονικά δεδομένα.

Όπως αναφέρουν τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) των ΗΠΑ, παρά τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν τα χρόνια της πανδημίας, τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα ακολουθούν ανοδική πορεία. Οι μισές νέες μολύνσεις αφορούν νέους ηλικίας 15 έως 24 ετών.

Τα κρούσματα βλεννόρροιας (γονόρροιας) και σύφιλης (συμπεριλαμβανομένης της συγγενούς σύφιλης) εκτοξεύτηκαν σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα προ της πανδημίας. Η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένης της μακροπρόθεσμης τάσης για σταθερή αύξηση των κρουσμάτων, επισημαίνει ο χειρουργός ανδρολόγος ουρολόγος δρ Αναστάσιος Λιβάνιος.

«Οι έφηβοι ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου για μόλυνση, ιδίως εκείνοι με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, πολλαπλές ή ταυτόχρονες σεξουαλικές σχέσεις, ελλιπείς γνώσεις σχετικά με τα προφυλακτικά και περιστασιακή χρήση τους, εξηγεί. «Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2020 μόνο το 51% των σεξουαλικώς ενεργών αμερικανών εφήβων χρησιμοποιούσαν προφυλακτικό στη διάρκεια της επαφής».

Ποια είναι

Το ποσοστό αυτό υποδηλώνει ότι το ήμισυ των εφήβων και νεαρών ενηλίκων είναι πιθανό να πάσχουν από κάποιο νόσημα που μεταδίδεται με το σεξ. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται ορισμένα που μπορεί να απειλήσουν τη ζωή, όπως:

  • Ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) που προκαλεί κονδυλώματα αλλά και καρκίνο
  • Ο ιός HIV που προκαλεί AIDS

Άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα είναι ο ιός HSV που ευθύνεται για τον έρπη των γεννητικών οργάνων, η σύφιλη, η βλεννόρροια και τα χλαμύδια. Κάποια από αυτά τα νοσήματα δεν προκαλούν συμπτώματα. Επομένως ο μόνος τρόπος να βρεθεί και να θεραπευτεί η λοίμωξη είναι ο προληπτικός έλεγχος.

Η  μόλυνση από ορισμένα άλλα, ωστόσο, δημιουργεί  κλινικές εκδηλώσεις που μπορούν να προειδοποιήσουν τον ασθενή ώστε να προστρέξει στον γιατρό του για βοήθεια. Ορισμένα από τα νοσήματα του σεξ, εξ άλλου, εάν δεν ανιχνευθούν και αντιμετωπιστούν εγκαίρως, μπορεί να έχουν σοβαρές επιπλοκές, όπως υπογονιμότητα ή τύφλωση.

Που οφείλεται η αύξηση

Οι αιτίες για τα αυξημένα κρούσματα στα νοσήματα του σεξ είναι πολλές και διαφορετικές, αφού πολλοί είναι οι συμβάλλοντες παράγοντες, όπως:

  • Η περιορισμένη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη
  • Η απροθυμία για εξέταση
  • Η έλλειψη ενημέρωσης για ασφαλή και υγιή σεξουαλική ζωή
  • Η παραπληροφόρηση για το θέμα

Κύρια αιτία, όμως, είναι το στίγμα που περιβάλλει τα άτομα με σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Από το σύνολο των ασθενών, οι έφηβοι και τα ΛΟΑΤ+ άτομα το βιώνουν εντονότερα.

Τα ύποπτα συμπτώματα

Κάθε νόσημα του σεξ προκαλεί διαφορετικά συμπτώματα στους ασθενείς. Στους άνδρες, οι λοιμώξεις από τον ιό HSV του έρπη προκαλούν επώδυνες φουσκάλες στην περιοχή των γεννητικών οργάνων ή του ορθού. Οι φουσκάλες αυτές υφίστανται ρήξη, δημιουργείται κρούστα και υποχωρούν μέσα σε λίγες εβδομάδες.

Η σύφιλη προκαλεί ένα ανώδυνο έλκος (πληγή) στο πέος ή γύρω από οποιοδήποτε σεξουαλικό όργανο. Αν δεν θεραπευτεί, επιδεινώνεται, με κίνδυνο να προκληθεί βλάβη στην καρδιά και στο κεντρικό νευρικό σύστημα.

Τα χλαμύδια προξενούν μη φυσιολογικές εκκρίσεις από τα γεννητικά όργανα, αίσθημα καύσου κατά την ούρηση και εκκρίσεις και αιμορραγία από το ορθό. Δυστυχώς, πολλοί άνδρες έχουν λίγα ή καθόλου συμπτώματα.

Η γονόρροια  (βλεννόρροια) επίσης προκαλεί εκκρίσεις από το πέος ή το ορθό, καθώς και επώδυνη ή δύσκολη ούρηση ή κένωση.

Ορισμένες από αυτές τις λοιμώξεις μπορεί να μολύνουν και το στόμα (μέσω του στοματικού σεξ), όπου μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα.

Αντιθέτως, ο ιός HIV/AIDS στα αρχικά στάδια της μόλυνσης δεν προκαλεί εμφανή συμπτώματα. Το ίδιο και ο ιός HPV, εκτός κι αν μολυνθεί ο άνδρας με κάποιο στέλεχός του που προκαλεί κονδυλώματα στα γεννητικά όργανα, εσωτερικά ή εξωτερικά.

Πόσο αυξήθηκαν

Σύμφωνα με τις τελευταίες αμερικανικές μετρήσεις, οι νέες μολύνσεις από χλαμύδια καταγράφουν σταθερά άνοδο. Το 62% των νέων κρουσμάτων να αφορά εφήβους. Η βλεννόρροια και η σύφιλη βρίσκονται επίσης σε άνοδο. Από το 2016 αυξήθηκε:

  • Η βλεννόρροια κατά 45%
  • Η σύφιλη κατά 52%
  • Η συγγενής (εκ γενετής) σύφιλη κατά 235%.

Ευτυχώς, οι μολύνσεις από τον HIV παρουσιάζουν μείωση. Υπολογίζεται ότι το 2021 σε σύγκριση με το 2017 ήταν 12% λιγότερες, γεγονός που οφείλεται στη μείωση κατά 34% των νέων λοιμώξεων μεταξύ των ατόμων ηλικίας 13 έως 24 ετών, κυρίως μεταξύ ομοφυλόφιλων και αμφιφυλόφιλων ανδρών.

Τι πρέπει να γίνει

«Κάθε σεξουαλικώς ενεργό άτομο μπορεί να μολυνθεί από ιό, αλλά οι έφηβοι και νεαροί ενήλικες είναι πιο ευάλωτοι. Γι’ αυτό γονείς, δάσκαλοι, γιατροί και φορείς πρέπει να στραφούν στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση. Μόνο η γνώση μπορεί να οδηγήσει κάποια στιγμή στο μέλλον σε μείωση των περιστατικών», τονίζει ο κ. Λιβάνιος.

Τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν από τους οικείους τους ποιες σεξουαλικές συμπεριφορές τούς θέτουν σε κίνδυνο. Όχι να αφήνονται να αναζητούν απαντήσεις από τους φίλους τους ή στο διαδίκτυο, τονίζει.

Απαραίτητο είναι επίσης να πληροφορούνται ότι η καθυστερημένη διάγνωση και θεραπεία, μπορεί εν αγνοία τους να τους καταστήσει πηγή μόλυνσης για άλλους ανθρώπους. Μπορεί επίσης να τα θέσει στο μέλλον σε σοβαρό κίνδυνο υγείας.

«Μεγαλύτερη δε ανάγκη έχουν τα παιδιά που ανήκουν στην κοινότητα ΛΟΑΤ+, διότι αντιμετωπίζουν διακρίσεις, γεγονός που καθιστά δυσκολότερη τη λήψη ενημέρωσης και φροντίδας» προσθέτει ο κ. Λιβάνιος.

Απαραίτητο το προφυλακτικό

Η πρόληψη της μόλυνσης από τα νοσήματα του σεξ μπορεί να είναι σωτήρια. Η χρήση προφυλακτικού και η αμοιβαία μονογαμική σεξουαλική σχέση με μη μολυσμένο σύντροφο μειώνουν τις πιθανότητες λοίμωξης. Βέβαια, «κανένα μέσο πρόληψης δεν εξασφαλίζει απόλυτη προστασία. Όμως η εξέλιξη της Ιατρικής επιτρέπει ευκολότερο έλεγχο και θεραπεία», υπογραμμίζει.

Για τα βακτηριακά σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα υπάρχουν αντιβιοτικά που μπορούν να τα θεραπεύσουν. Για τα ιογενή έχουν αναπτυχθεί τεχνολογίες και φάρμακα που αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα συμπτώματα και επιβραδύνουν την επανεμφάνισή τους (δεδομένου ότι δεν μπορούν να εκριζωθούν από τον οργανισμό), αλλά και εμβόλια που προφυλάσσουν από τη μόλυνση. Υπάρχουν δε φάρμακα που μειώνουν τις πιθανότητες μόλυνσης πριν και μετά από την έκθεση σε μολυσματικούς παράγοντες.

«Οι επιλογές είναι πολλές και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας εάν η διάγνωση γίνει σε αρχικό στάδιο. Η γνώση, η πρόληψη, η αποτίναξη του στίγματος και ο τακτικός προληπτικός έλεγχος είναι το τετράπτυχο της αποφυγής τους», καταλήγει ο δρ Λιβάνιος.

Φωτογραφία: iStock