Τι »σκοτώνει» τη διάθεση των γυναικών για σεξ;
Του Μενέλαου Κ. Λυγνού Μαιευτήρα Χειρουργού Γυναικολόγου
Η σεξουαλικότητα είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, στην οποία συμμετέχουν τόσο το γεννητικό σύστημα, όσο και το καρδιαγγειακό και το νευρικό σύστημα. Η ατομική αίσθηση της σεξουαλικότητας εξάλλου, επηρεάζεται και από τη βιοθεωρία και την κοσμοθεωρία ενός (ή μίας) εκάστου, αλλά και από τα θρησκευτικά και κοινωνικά πιστεύω. Επίσης σημαντική είναι και η επιρροή των προβαλλόμενων από τα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, προτύπων σεξουαλικότητας και ομορφιάς.
Σύμφωνα με τον ορισμό, που δίνεται στην πέμπτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Πνευματικών Διαταραχών της Αμερικανικής Ένωσης Ψυχιάτρων (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders – DSM-5), η διάγνωση Σεξουαλικής Δυσλειτουργίας προϋποθέτει την αναφορά εκ μέρους του ατόμου εξαιρετικής δυσφορίας και διαταραχής στις διαπροσωπικές του σχέσεις διαρκείας ανώτερης των 6 μηνών.
Αυτός ο πολύπλοκος και εν πολλοίς «επιστημονικός» ορισμός της σεξουαλικής δυσλειτουργίας πρακτικά σημαίνει πως δεν φτάνει μία γυναίκα να αναφέρει πως έχει μειωμένη ερωτική διάθεση, παρουσιάζει δυσκολίες είτε στην έναρξη είτε στη διατήρηση της σεξουαλικής διέγερσης, ή δυσκολίες στην επίτευξη οργασμού, αλλά θα πρέπει να δηλώνει πως η κατάσταση αυτή αφενός της δημιουργεί προσωπική δυσφορία και διαταραχές στη σχέση της με το σύντροφό της και αφετέρου διαρκεί τουλάχιστον 6 μήνες.
Σχηματικά διακρίνουμε με βάση τον κύκλο σεξουαλικής απόκρισης τέσσερις κατηγορίες σεξουαλικής δυσλειτουργίας.
Καταρχήν έχουμε τη διαταραχή σεξουαλικής επιθυμίας. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτει η μειωμένη σεξουαλική επιθυμία. Στην περίπτωση αυτή η γυναίκα αναφέρει απουσία σεξουαλικών φαντασιώσεων και ερωτικής επιθυμίας ή αδυναμίας απόκρισης σε ερωτικά κελεύσματα.
Σε πιο ακραίες καταστάσεις διαταραχής σεξουαλικής επιθυμίας η γυναίκα μπορεί να εκδηλώσει μέχρι και φοβική στάση απέναντι στη σεξουαλικότητα και αποστροφή της σεξουαλικής επαφής εν γένει.
Στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται περιπτώσεις, στις οποίες η μεν επιθυμία είναι ακέραιη, η δε δυνατότητα διέγερσης όμως πάσχει. Η γυναίκα περιγράφει δυσκολίες στην έναρξη σεξουαλικής διέγερσης ή διατήρησης της διέγερσης αυτής κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης.
Η δυσκολία της διέγερσης παρουσιάζεται συχνά με τη μορφή της ανεπαρκούς λίπανσης του κόλπου ή ανεπαρκούς διόγκωσης των έσω χειλέων και της κλειτορίδας κατά τη σεξουαλική πράξη.
Στην τρίτη κατηγορία σεξουαλικής δυσλειτουργίας υπάγεται η δυσκολία επίτευξης οργασμού ακόμα και μετά από συνεχή ερεθισμό των γεννητικών οργάνων. Στη κατηγορία αυτή υπάγεται η ανοργασμία, η οποία χαρακτηρίζεται από την πλήρη αποτυχία επίτευξης οργασμού. Εδώ πρέπει να τονίσουμε, πως υπάρχουν γυναίκες, που αισθάνονται ικανοποιημένες σεξουαλικά ακόμα εν τη απουσία οργασμού.
Επομένως, προκειμένου να χαρακτηρισθεί η δυσκολία επίτευξης οργασμού ως σεξουαλική δυσλειτουργία, θα πρέπει η απουσία οργασμού να προκαλεί και δυσφορία.
Στην τέταρτη κατηγορία σεξουαλικής δυσλειτουργίας υπάγονται οι περιπτώσεις επώδυνης σεξουαλικής επαφής.
Η επώδυνη σεξουαλική επαφή ονομάζεται δυσπαρευνία. Μία ειδική κατάσταση επώδυνης σεξουαλικής επαφής είναι και ο κολεόσπασμος, ο οποίος είναι μία επώδυνη σύσπαση των μυών του κόλπου κατά τη σεξουαλική επαφή, η οποία εμποδίζει τη διείσδυση του πέους.
Μελέτες έχουν καταδείξει πως η σεξουαλική δυσλειτουργία είναι συχνότερη μεταξύ των γυναικών απ΄ ότι μεταξύ των ανδρών. Συγκεκριμένα, φαίνεται πως το 43% των γυναικών παρουσιάζουν κάποια μορφή σεξουαλικής δυσλειτουργίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες είναι περίπου 31%. Η πιο συχνή αιτία σεξουαλικής δυσλειτουργίας στις γυναίκες είναι η απώλεια ερωτικής διάθεσης.
Εδώ πρέπει να τονιστεί πως η κατανομή των περιπτώσεων σεξουαλικής στις τέσσερις αυτές κατηγορίες δυσλειτουργίας είναι κατά κάποιον τρόπον αυθαίρετη και βασίζεται στο πρότυπο του κύκλου σεξουαλικής απόκρισης. Η κατανομή αυτή μας βοηθάει στην μελέτη της σεξουαλικής δυσλειτουργίας.
Σε μία γυναίκα, που αναφέρει μη ικανοποιητική σεξουαλική ζωή, όμως μπορεί να συνυπάρχουν παράγοντες από περισσότερες από μία κατηγορίες περιπτώσεων σεξουαλικής δυσλειτουργίας.
Εξάλλου οι παράγοντες σεξουαλικής δυσλειτουργίας αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, μία γυναίκα, που αναφέρει μειωμένη ερωτική επιθυμία, μπορεί στην πραγματικότητα να αντιμετωπίζει δυσκολίες στην επίτευξη οργασμού, η οποία να οδηγεί σε μη ικανοποιητικές σεξουαλικές επαφές
Ο λόγος λοιπόν της μειωμένης ερωτικής επιθυμίας της συγκεκριμένης γυναίκας φαίνεται πως είναι οι μη ικανοποιητικές σεξουαλικές επαφές. Επομένως, αν η συγκεκριμένη γυναίκα βοηθηθεί να αντιμετωπίσει της δυσκολίες στη επίτευξη οργασμού, τότε θα βελτιωθεί και η ερωτική της επιθυμία.
Γενικά η σεξουαλική δυσλειτουργία προκαλείται κατά βάση από μία ρήξη στον κύκλο της σεξουαλικής απόκρισης και η αντιμετώπισή της εξαρτάται από το υποφώσκον αίτιό της.
Δρ. ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας
E-mail: care@eleftheia.gr