Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Μιν-Σουκ Ρι του Πανεπιστημίου της Κορέας στη Σεούλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση, μελέτησαν αρχικά στο εργαστήριό τους την αποτελεσματικότητα της ουσίας έναντι 20 διαφορετικών μικροοργανισμών, μεταξύ των οποίων σαλμονέλα, σταφυλόκοκκο, λιστέρια κ.α.
Στη συνέχεια, πειραματίσθηκαν σε πραγματικές συνθήκες με 16 εθελοντές, που κλήθηκαν να πλύνουν τα χέρια τους επί μισό λεπτό σε ζεστό νερό, συγκρίνοντας έτσι άμεσα την αποτελεσματικότητα στα σαπούνια με τρικλοζάνη σε σχέση με τα κοινά σαπούνια.
Το συμπέρασμα και στις δύο περιπτώσεις ήταν ότι δεν υπάρχει κάποια άξια λόγου διαφορά ανάμεσα στα δύο σαπούνια, δηλαδή το αντιβακτηριακό και το απλό. Μόνο όταν τα μικρόβια εκτέθηκαν σε τρικλοζάνη για πάνω από εννέα ώρες (!) υπήρξε σαφής διαφορά στην αποτελεσματικότητα, αλλά φυσικά ένα πλύσιμο χεριών διαρκεί ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Για θέμα «μάρκετινγκ που επηρεάζει τους καταναλωτές χωρίς λόγο», έκανε λόγο ο δρ Ρι και επεσήμανε ότι οι παρασκευαστές των σαπουνιών θα πρέπει να μην ισχυρίζονται ότι τα αντιβακτηριακά σαπούνια είναι καλύτερα από τα απλά. Όπως είπε, «αν ένας παραγωγός θέλει να διαφημίσει την αντισηπτική αποτελεσματικότητα των προϊόντων του, θα πρέπει να παρουσιάσει επιστημονικά στοιχεία για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του».
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η τρικλοζάνη χρειάζεται πολλή περισσότερη ώρα για να δράσει κατά των μικροβίων, ενώ και οι άλλες ουσίες μεσα στα αντιβακτηριακά σαπούνια αναστέλλουν τη δράση της.
Το τρικλοζάν ανακαλύφθηκε στη δεκαετία του 1960 και έκτοτε χρησιμοποιείται ευρέως σε σαπούνια, οδοντόπαστες, σαμπουάν, ρούχα, σκεύη κουζίνας, έπιπλα, παιγνίδια κ.α., με στόχο να μειώσει ή να εμποδίσει την μόλυνση από βακτήρια και μικρόβια. Όμως, τα τελευταία χρόνια, έχει συσχετισθεί με διάφορους κινδύνους για την υγεία, όπως αντίσταση των μικροβίων στα αντιβιοτικά, αλλεργίες, ορμονικές διαταραχές, καρκινογένεση σε ποντίκια κ.α.