Κορονοϊός: Ένας υγραντήρας μπορεί να περιορίσει την COVID-19. Τι ποσοστό υγρασίας να έχει το δωμάτιο
Η Dalton είναι εδώ και χρόνια ερευνήτρια στο Monell Chemical Sense Center στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, γνωρίζει ότι η μύτη είναι ένα φανταστικό φίλτρο για ιούς και άλλα ξένα σωματίδια. Αλλά δεν λειτουργεί πολύ καλά, όταν ο αέρας στην ατμόσφαιρα είναι ξηρός. Αυτό είναι ένα μειονέκτημα που οι ειδικοί επί μολυσματικών ασθενειών λένε ότι εξηγεί σε κάποιο βαθμό την πρόσφατη έξαρση της COVID-19.
Μας λένε να φοράμε μάσκες, να διατηρούμε την απόσταση μας από τους άλλους και -όταν είμαστε σε εσωτερικούς χώρους- να φροντίζουμε να υπάρχει καλός αερισμός. Τώρα, με την έναρξη του ξηρού, χειμερινού καιρού και των θερμαντικών σωμάτων σε κλειστούς χώρους, προστίθεται μια ακόμα στρατηγική αντιμετώπισης του κορονοϊού για να μειώσετε τον κίνδυνο μετάδοσης: η υγρασία στην ατμόσφαιρα.
Κορονοϊός: Τι μπορεί να προσφέρει ένας υγραντήρας
Μία επιλογή είναι να χρησιμοποιήσετε έναν υγραντήρα, αλλά προσέξτε να μην το παρακάνετε, δήλωσε ο Robert T. Sataloff, πρόεδρος του τμήματος ωτορινολαρυγγολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιατρικής του Πανεπιστημίου Drexel. Η υπερβολική υγρασία, μαζί με την αποτυχία να διατηρηθούν οι μονάδες καθαρές, μπορεί να οδηγήσει σε ένα διαφορετικό πρόβλημα υγείας: την ανάπτυξη μούχλας.
«Δεν είναι τόσο εύκολη η λύση. Δε γίνεται απλά να πας να αγοράσεις έναν υγραντήρα, να τον βάλεις σε λειτουργία και να το ξεχάσεις», είπε.
Άλλοι τρόποι για να διατηρήσετε τις ρινικές οδούς υγρές είναι να πίνετε άφθονο νερό ή να βράζετε νερό και να κάνετε εισπνοές ατμού αρκετές φορές την ημέρα για λίγα λεπτά κάθε φορά (αλλά μην πλησιάζετε πολύ το πρόσωπό σας στο νερό που βράζει).
Στο γραφείο της Dalotn τα μπολ με νερό στο καλοριφέρ παρέχουν παθητική υγρασία, την οποία μπορεί να αντιληφθεί τόσο με την μύτη όσο και με τα μάτια της. Σε μια κρύα, ξηρή μέρα τον χειμώνα, όταν το καλοριφέρ λειτουργεί πολλές ώρες, η στάθμη του νερού στα μπολ πέφτει έως και δύο εκατοστά, είπε.
Κορονοϊός: Πώς η υγρασία στην ατμόσφαιρα επηρεάζει την είσοδο του ιού στον οργανισμό
Ο λόγος για τον οποίο η υγρασία βοηθά την μύτη να φιλτράρει τους ιούς έχει να κάνει με τις γραμμές του εσωτερικού της: μικροσκοπικά τριχοειδή κύτταρα (που ονομάζονται βλεφαρίδες) και βλέννα. Αυτά δεν είναι το είδος των τριχών της μύτης που μπορείτε να δείτε, αλλά τα μικροσκοπικά “ξαδέλφια” τους, τα οποία μεταφέρουν βλέννα προς το πίσω μέρος της μύτης, στον λαιμό.
Είναι η πρώτη γραμμή άμυνας του ανοσοποιητικού συστήματος. Ένας άνθρωπος καταπίνει κατά μέσο όρο ένα λίτρο βλέννας κάθε μέρας, μεταφέροντας αμέτρητους ιούς στο στομάχι όπου διαλύονται με ασφάλεια στα στομαχικά οξέα.
Ωστόσο, σε ένα ξηρό περιβάλλον, η βλέννα γίνεται πιο παχιά και τα τριχοειδή κύτταρα είναι λιγότερο ικανά να κινούνται και να μεταφέρουν βλέννα στο στομάχι. Οι ιοί μπορούν να περάσουν από αυτήν την προστατευτική επένδυση και να διεισδύσουν στα κύτταρα βαθιά στους αεραγωγούς, ανέφεραν οι Dalton και Sataloff.
Οι επιστήμονες δεν έχουν μελετήσει άμεσα το πώς ο ξηρός αέρας παρεμποδίζει την ικανότητα της μύτης να φιλτράρει τον κορονοϊό, καθώς θα ήταν ανήθικο να δοκιμαστεί ένας θανατηφόρος ιός σε ανθρώπους. Αλλά τα στοιχεία από μελέτες άλλων αερομεταφερόμενων ιών και ξένων σωματιδίων είναι σαφή.
Τι ποσοστό υγρασίας να έχει το δωμάτιο για καλύτερη λειτουργία του «φίλτρου» της μύτης
Το 2019, το εργαστήριο του ανοσολόγου του Πανεπιστημίου Yale, Akiko Iwasaki, συνέλαβε αυτό το φαινόμενο σε βίντεο. Οι επιστήμονες μαγνητοσκόπησαν το εσωτερικό της τραχείας σε δύο ομάδες ποντικών: μία που είχε περάσει μια εβδομάδα σε αέρα με 50% σχετική υγρασία, ενώ η άλλη σε 10% υγρασία.
Όπως και η μύτη, έτσι και η τραχεία είναι επενδεδυμένη με βλέννα και τριχοειδή κύτταρα και τα βίντεο αποκάλυψαν ότι στον ξηρό αέρα, αυτό το σύστημα διήθησης καθαρίζει πολύ πιο αργά τη βλέννα με σωματίδια. Τα ζώα σε περιβάλλον με 10% υγρασία ήταν επίσης λιγότερο ικανά να επιδιορθώσουν τα κατεστραμμένα κύτταρα στους αεραγωγούς τους και ήταν πιο ευαίσθητα στη γρίπη.
Σε ένα άρθρο που συνέγραψε για την Washington Post, η Iwasaki συνέστησε στους ανθρώπους να προσπαθήσουν να διατηρούν τη σχετική υγρασία σε εύρος 40% έως 60%.
Στο κέντρο Monell, η Dalton παρακολουθεί την ταχύτητα κάθαρσης βλέννας στους ανθρώπους με μια μέθοδο χαμηλότερης τεχνολογίας: σφαιρίδια σακχαρίνης. Χρησιμοποιώντας λαβίδα, τοποθετεί έναν κόκκο ζαχαρίνης στο πίσω μέρος της μύτης, στο στρώμα της ρινικής κοιλότητας και στη συνέχεια μετρά πόση ώρα χρειάζεται για να τον γευθεί το άτομο.
Σε πιο υγρό αέρα, ένας κόκκος ζαχαρίνης ταξιδεύει μέσα σε ένα ή δύο λεπτά στο πίσω μέρος του λαιμού, όπου μπορεί να τη γευθεί το άτομο. Η ξηρή ατμόσφαιρα επιμηκύνει σε χρόνο τη διαδικασία, παχαίνοντας τη βλέννα.
«Αν η βλέννα είναι πάρα πολύ παχύρρευστη, δεν μπορεί να μετακινηθεί. Κάθεται στο ίδιο σημείο», είπε.
Κορονοϊός: Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την προστατευτική λειτουργία της μύτης
Το κάπνισμα βλάπτει επίσης την ταχύτητα αυτής της «βλεννογόνου» κάθαρσης, όπως και η εισπνοή άλλων ερεθιστικών ουσιών. Το μεγάλο υψόμετρο μπορεί επίσης να επηρεάσει αυτήν τη λειτουργία εκκαθάρισης, καθώς ο λεπτότερος αέρας συγκρατεί λιγότερη υγρασία.
Εκτός από το στέγνωμα της μύτης, ο κρύος καιρός μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερες περιπτώσεις COVID-19 με άλλους τρόπους. Περισσότερες δραστηριότητες πραγματοποιούνται σε εσωτερικούς χώρους, όπου υπάρχει λιγότερος καθαρός αέρας και οι άνθρωποι συνωστίζονται και πιθανώς εξαπλώνουν την λοίμωξη. Και τα στοιχεία δείχνουν ότι τα ιικά σωματίδια “προτιμούν” την ψυχρότερη, ξηρότερη ατμόσφαιρα.
Πηγή: https://medicalxpress.com
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Κορονοϊός: Τι πραγματικά συνέβη στη νοσοκόμα που λιποθύμησε μόλις έκανε εμβόλιο COVID-19
Κορονοϊός: Γιατί το τέλος της πανδημίας είναι ορατό – Τι πολύ θετικό διαπιστώνουν οι επιστήμονες