«Το είδος ή ο συνδυασμός της θεραπείας που θα επιλεγεί εξαρτάται από το στάδιο και τα μοριακά χαρακτηριστικά του όγκου, καθώς και από την γενικότερη κατάσταση της υγείας του ασθενούς», εξηγεί ο πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Μελανώματος Δημήτρης Μπαφαλούκος, διευθυντής της Α’ Ογκολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Μετροπόλιταν και καθηγητής Ογκολογίας στα ΤΕΙ Αθήνας.
Και αυτό, διότι «μερικά φάρμακα (π.χ. ανοσοθεραπείες) χρειάζονται λίγους μήνες για να δράσουν, επομένως είναι πιο κατάλληλα για ασθενείς σε σχετικά καλή κατάσταση με ικανοποιητικό προσδόκιμο επιβιώσεως, ενώ άλλα (π.χ. στοχευμένες θεραπείες) δρουν γρήγορα και έτσι μπορούν να χορηγηθούν και στους πιο επιβαρυμένους ασθενείς», προσθέτει.
Όπως εξηγούν ειδικοί από την Αμερικανική Εταιρεία Καρκίνου (ACS), ο ακρογωνιαίος λίθος της θεραπείας είναι η χειρουργική επέμβαση κατά την οποία αφαιρείται το μελάνωμα και τμήμα του υγιούς ιστού που το περιβάλλει.
Όταν το μελάνωμα είναι τοπικά προχωρημένο η επέμβαση μπορεί να είναι εκτεταμένη και να χρειασθεί μεταμόσχευση δέρματος από άλλο σημείο του σώματος για να καλυφθεί η πληγή. Ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις κατά τις οποίες η νόσος είναι πολύ προχωρημένη και δεν μπορεί να γίνει χειρουργική εκτομή του μελανώματος.
Πολύ σημαντικό για την πρόγνωση του ασθενούς είναι να εξακριβωθεί αν ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί στους παρακείμενους λεμφαδένες, γι’ αυτό και γίνεται βιοψία στον λεμφαδένα-φρουρό (έτσι αποκαλείται αυτός που βρίσκεται πιο κοντά στον όγκο και στον οποίο είναι πιθανότερο να εξαπλωθεί ο καρκίνος). Αν η βιοψία βγει θετική, θα αφαιρεθεί τόσο ο λεμφαδένας-φρουρός όσο και άλλοι παρακείμενοι.
Μετά την εγχείρηση, πολλοί ασθενείς χρειάζονται προφυλακτική θεραπεία με φάρμακα για να καταπολεμηθούν τυχόν εναπομείναντα καρκινικά κύτταρα.
Για προχωρημένα και μεταστατικά περιστατικά
Οι ασθενείς με τοπικά προχωρημένη νόσο, υποτροπές ή μεταστάσεις στους λεμφαδένες, τον πνεύμονα, την γαστρεντερική οδό, τα οστά ή τον εγκέφαλο χρειάζονται ειδικές θεραπείες για να βελτιωθούν τα συμπτώματα και έτσι η ποιότητα της ζωής τους και να αυξηθεί η επιβίωση τους.
Στην κατηγορία αυτή και για ασθενείς με συγκεκριμένες γονιδιακές μεταλλάξεις (π.χ. στο γονίδιο BRAF που αφορά το 45-50% των αρρώστων με μεταστατικό μελάνωμα) ανήκουν οι στοχευμένες θεραπείες, δηλαδή ειδικά φάρμακα τα οποία επικεντρώνουν την δράση τους σε συγκεκριμένους μοριακούς δείκτες του όγκου, οι οποίοι ανιχνεύονται με εξειδικευμένες εξετάσεις.
Επειδή οι στοχευμένες θεραπείες πλήττουν μόνο τα καρκινικά κύτταρα, κατά κανόνα έχουν λιγότερες παρενέργειες από την χημειοθεραπεία, η οποία δρα αδιακρίτως σε υγιή και καρκινικά κύτταρα.
Η νεότερη θεραπευτική επιλογή για τους ασθενείς με προχωρημένο μελάνωμα είναι οι ανοσοθεραπείες, που κινητοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς για να επιτεθεί στα καρκινικά κύτταρα.
Η έγκριση και η ευρεία χρήση των στοχευμένων θεραπειών και των ανοσοθεραπειών από το 2011 και μετά, είχε ως αποτέλεσμα να βελτιωθεί σημαντικά η πρόγνωση των ασθενών με προχωρημένο ή μεταστατικό μελάνωμα, οι οποίοι κάποτε είχαν μέση επιβίωση λίγων μηνών (συνήθως 6-9) αλλά σήμερα το 50% φθάνουν στην πενταετία με στοχευμένες θεραπείες και ένα υψηλό ποσοστό έχουν την ίδια πρόγνωση με ανοσοθεραπεία με anti PD-1 παράγοντες (nivolumab, pembrolizumab).
Μία άλλη πιθανή θεραπεία για τους όγκους που δεν μπορούν να αφαιρεθούν χειρουργικά ή έχουν εξαπλωθεί αλλά χωρίς να προσβάλλουν ζωτικά όργανα είναι η έγχυση ογκολυτικού φαρμάκου απ’ ευθείας μέσα τους. «Το φάρμακο (talimogene laherparepvec ή T-VEC) είναι ένας απενεργοποιημένος ιός έρπη που εγχέεται μέσα στη μελανωματική βλάβη και προκαλεί τοπικά ανοσολογικά φαινόμενα για να την καταστρέψει. Φαίνεται ότι έχει και συστηματική (σε όλο το σώμα) δράση ενώ μπορεί να χορηγηθεί με ή χωρίς ανοσοθεραπεία», εξηγεί ο δρ Μπαφαλούκος.
Άλλες πιθανές θεραπείες είναι η χημειοθεραπεία ή/και παρηγορητική φαρμακευτική θεραπεία για να καταπραϋνθούν τα συμπτώματα και να βελτιωθεί η ποιότητας ζωής των ασθενών. Τέλος, μπορεί να γίνει ακτινοθεραπεία για θεραπευτικούς λόγους ή παρηγορητικά.
Ανά στάδιο
Ανά στάδιο το μελάνωμα συνήθως αντιμετωπίζεται ως εξής:
* Στάδια 0 και 1 (τοπικός και αρχικός επιφανειακός όγκος): Συνήθως γίνεται μόνο χειρουργική αφαίρεση της ύποπτης περιοχής.
* Στάδιο 2 (όγκος που εισδύει πιο βαθιά στο δέρμα): Συνήθως γίνεται χειρουργική αφαίρεση της ύποπτης περιοχής, με έλεγχο των σύστοιχων λεμφαδένων που επίσης θα αφαιρεθούν αν χρειασθεί. Αν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος υποτροπής, μπορεί να γίνει και προφυλακτική θεραπεία (συνήθως με το φάρμακο ιντερφερόνη).
* Στάδιο 3. Αν είναι εφικτό, γίνεται χειρουργική εκτομή που μπορεί να χρειασθεί μεταμόσχευση δέρματος για να καλυφθεί. Στη συνέχεια, συνήθως χορηγείται ανοσοθεραπεία. Το στάδιο 3 έχει υψηλό κίνδυνο για υποτροπή.
Πρόσφατα στη Μαδρίτη, στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ογκολογίας (ESMO 2017), ανακοινώθηκε ότι η πιο δραστική θεραπεία για προφύλαξη στο στάδιο αυτό είναι η χορήγηση του φαρμάκου nivolumab. Επιπλέον, «στους ασθενείς σταδίου 3 με μετάλλαξη στο γονίδιο BRAF ο συνδυασμός των στοχευμένων θεραπειών dabrafenib και trametinib μειώνει τον κίνδυνο θανάτου κατά 53%», λέει ο δρ Μπαφαλούκος.
* Τα ανεγχείρητα μελανώματα σταδίου 3, τα μελανώματα σταδίου 4 (μεταστατικά) και τα μελανώματα που έχουν υποτροπιάσει μπορεί να αντιμετωπιστούν με:
- Ανοσοθεραπεία, κατά την οποία χορηγούνται μεμονωμένα τα φάρμακα ipilimumab, pembrolizumab, nivolumab ή ο συνδυασμός των φαρμάκων ipilimumab και nivolumab.
- Στοχευμένη θεραπεία, κατά την οποία χορηγείται συνδυασμός των φαρμάκων vemurafenib και cobimetinib ή των φαρμάκων dabrafenib και trametinib.
«Στην μεταστατική νόσο, ο συνδυασμός των φαρμάκων nivolumab και ipilimumab, υπερτερεί και έχει ανταπόκριση στο 60% των ασθενών, ενώ αυξάνει την επιβίωση συγκριτικά με τη χορήγηση μόνο του φαρμάκου ipilimumab, όπως ανακοινώθηκε στο ESMO 2017», καταλήγει ο πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Μελανώματος.
Ρεπορτάζ: Ρούλα Τσουλέα
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
Μελάνωμα: Οι υποτροπές ο νέος στόχος της θεραπείας
Καρκίνος του δέρματος: Τι πρέπει να ξέρουμε