Αυξάνονται τα κρούσματα διαβήτη κύησης
γράφει η Ελισάβετ Ηλιάδου, ειδική παθολόγος-διαβητολόγος, επιστημονική υπεύθυνης τμήματος Διαβήτη-Παχυσαρκίας-Μεταβολισμού Βιοκλινικής Αθηνών
Ιδιαίτερα προβληματίζει η συχνότητα του σακχαρώδους διαβήτη που παρουσιάζεται στην κύηση, όπου το σχετικό ποσοστό με τα νέα αυστηρότερα διαγνωστικά κριτήρια, έχει αυξηθεί πολύ και φτάνει περίπου στο 18% των κυήσεων παγκοσμίως.
Τι είναι ο διαβήτης κύησης
Ως διαβήτης κύησης ορίζεται η διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, που εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και εξαφανίζεται μετά τον τοκετό. Η παραγόμενη ινσουλίνη από την υποψήφια μητέρα αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες της κύησης λόγω της μειωμένης δραστικότητας της ινσουλίνης, με αποτέλεσμα την αύξηση του σακχάρου στο αίμα. Επιπρόσθετα χαρακτηριστικά των εγκύων με διαβήτη εγκυμοσύνης είναι ότι έχουν μεγαλύτερη ηλικία, περισσότερο βάρος και μικρότερο ύψος.
Είναι σημαντικό και πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής, ότι οι γυναίκες που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου και αναπτύσσουν διαβήτη κύησης, ενδέχεται στη συνέχεια να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2 στη μετέπειτα ζωή τους.
Υψηλός κίνδυνος ανάπτυξης διαβήτη κύησης υπάρχει όταν συμβαίνει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:
Προηγούμενος Σακχαρώδης Διαβήτης
Εκσεσημασμένη παχυσαρκία (Δείκτης Μάζας Σώματος > 30 kg/m2)
Ηλικία μητέρας μεγαλύτερη των 30 ετών
Συγγενείς πρώτου βαθμού με Σακχαρώδη Διαβήτη
Ιστορικό νεογνών μέ βάρος μεγαλύτερου των 4,5 κιλών
Προηγούμενο θνησιγενές έμβρυο
Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
Εθνικότητα με υψηλή επίπτωση στον Σακχαρώδη Διαβήτη (Ασιάτες, Ίβηρες, Αφροαμερικανοί, αυτόχθονες πληθυσμοί(Η.Π.Α. Καραϊβικής, νησιών Ειρηνικού)
Χαμηλός κίνδυνος ανάπτυξης διαβήτη κύησης υπάρχει όταν συμβαίνουν όλα τα παρακάτω:
Ηλικία μικρότερη των 25 ετών
Φυσιολογικό σωματικό βάρος πριν την κύηση (ΔΜΣ < 25kg/m2)
Απουσία συγγενούς 1ου βαθμού με Σακχαρώδη Διαβήτη
Απουσία ιστορικού Διαταραχής Ανοχής στη Γλυκόζη
Απουσία βεβαρημένου μαιευτικού ιστορικού
Εθνικότητα με χαμηλή επίπτωση Σακχαρώδους Διαβήτη
Για τον λόγο αυτό, καλό είναι στον προγραμματισμό της εγκυμοσύνης, οι υποψήφιες μητέρες να επισκεφθούν διαβητολόγο που θα τις καθοδηγήσει στις απαραίτητες ενέργειες, έτσι ώστε να μειωθεί η υπάρχουσα πιθανότητα ανάπτυξης διαβήτη κύησης. Στην πρώτη επίσκεψη της εγκύου πρέπει απαραίτητα να μετρηθεί η γλυκόζη νηστείας και η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη, για να αποκλειστεί ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 που μπορεί να προϋπάρχει.
Στη συνέχεια, οι γυναίκες που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου για διαβήτη κύησης μπορούν να υποβληθούν στη διαδικασία διάγνωσης της νόσου με τη δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη(OGTT).
Η εξέταση αυτή πραγματοποιείται με τη χορήγηση 75 γραμμαρίων γλυκόζης και μέτρησής της στο αίμα προ της χορήγησης και 60΄και 120΄ μετά τη χορήγηση. Επί αρνητικού αποτελέσματος οι γυναίκες υψηλού κινδύνου θα υποβληθούν στην ίδια εξέταση όπως και οι γυναίκες χαμηλού κινδύνου για διαβήτη κύησης, στο διάστημα μεταξύ 24ης και 28ης εβδομάδας της κύησης.
Η διάγνωση θεωρείται θετική, όταν τουλάχιστον η μία από τις 3 μετρήσεις σακχάρου στο αίμα(δοκιμασία γλυκόζης), είναι ίση ή μεγαλύτερη από τα ανώτερα επιτρεπτά όρια, όπως φαίνεται παρακάτω:
Καμπύλη σακχάρου μεταξύ 24ης-28ης βδομάδας
75-g OGTT
Γλυκόζη νηστείας* < 92 mg/dl
Γλυκόζη* 1 h μετά γεύμα < 180 mg/dl
Γλυκόζη* 2 h μετά γεύμα < 153mg/dl
(*πλάσμα φλεβικού αίματος)
Οι επιπτώσεις του αρρύθμιστου διαβήτη κύησης είναι σημαντικές τόσο για την μητέρα, όσο και για το έμβρυο. Σε ότι αφορά τη μητέρα, οι επιπτώσεις ενδεχομένως να περιλάβουν υπέρταση, προεκλαμψία, αύξηση του αριθμού των καισαρικών τομών, ή και πρόωρο τοκετό.
Σε ότι αφορά τις επιπτώσεις στο έμβρυο και αυτές ποικίλουν και είναι πιθανόν να προκληθεί λόγω μακροσωμίας νεογνικός τραυματισμός κατά τον τοκετό (κατάγματα κλειδός), δυστοκία των ώμων – παράλυση βραχιονίου πλέγματος, ίκτερος, υπογλυκαιμία, υποασβεστιαιμία, συγγενείς ανωμαλίες, εμβρυϊκός ή νεογνικός θάνατος, εμβρυϊκός υπερινσουλινισμός (που οδηγεί σε μακροσωμία).
Είναι σημαντικό και πρέπει να σημειωθεί πως ποσοστό 30-50% των εγκύων με διαβήτη κύησης, μπορεί να αναπτύξει Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 στην επόμενη 5ετία μετά τον τοκετό. Οι παράγοντες που θα διαδραματίσουν ρόλο στην εξέλιξη αυτή είναι η ύπαρξη σακχαρώδους διαβήτη σε συγγενείς 1ου βαθμού της εγκύου, ο μήνας της κύησης όπου έγινε η διάγνωση-όσο νωρίτερα γίνει η διάγνωση τόσο πιο αυξημένος είναι ο κίνδυνος-η ανάγκη ινσουλινοθεραπείας, τα επίπεδα γλυκαιμίας αμέσως μετά τον τοκετό, η παχυσαρκία της μητέρας, η μειωμένη φυσική δραστηριότητα.
Θεραπευτική παρέμβαση-Παρακολούθηση εγκύου
Σε περίπτωση διάγνωσης σακχαρώδους διαβήτη στην υποψήφια μητέρα, απαιτείται συχνή επικοινωνία με διαβητολόγο, προκειμένου η παρακολούθηση της εγκύου να είναι διαρκής και συστηματική, με σκοπό την καλή ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα, ώστε να αποφευχθούν οι συνέπειες στο έμβρυο. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο αυτοέλεγχος του σακχάρου, με τουλάχιστον 4 μετρήσεις ημερησίως και καταγραφή των ενδείξεων.
Η θεραπευτική προσέγγιση μπορεί να περιλάβει τη διαιτητική θεραπευτική παρέμβαση (αναμονή για την επίτευξη του στόχου το πολύ ως και 2 εβδομάδες), ελαφρά άσκηση (15 λεπτά βάδισμα μετά το γεύμα),εναλλακτικά ασκήσεις που αφορούν αποκλειστικά τους μύες του άνω τμήματος του σώματος για 10 λεπτά μετά από κάθε γεύμα. Εάν τα παραπάνω δεν επαρκούν για τη σωστή ρύθμιση του σακχάρου, τότε ενδείκνυται η χρήση ινσουλίνης ή μετφορμίνης.
Η προσοχή στη διατροφή της εγκύου
Η σωστή διατροφή των εγκύων παίζει ένα ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και δεν πρέπει να παραβλέπεται. Συνιστάται η αποφυγή ζάχαρης και συμπυκνωμένων γλυκών, η αποφυγή έτοιμων φαγητών, ενώ επιβάλλονται τα συχνά και μικρά γεύματα (πρωτεϊνούχες τροφές), η λήψη λιτού πρωινού, η επιλογή τροφών με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη και υψηλό σε φυτικές ίνες (λαχανικά, όσπρια, φρούτα) και η μείωση της κατανάλωσης λίπους.
Θα πρέπει να αποφεύγεται η κατανάλωση φρέσκων λευκών τυριών και αλλαντικών εξαιτίας του υψηλού κινδύνου λιστερίωσης(επικίνδυνης λοίμωξης στη διάρκεια της κύησης), όπως επίσης και η κατανάλωση αλκοόλ.
Μια ενδεικτική ποσόστωση των διατροφικών χαρακτηριστικών θα μπορούσε να είναι η κατανάλωση υδατανθράκων σε ποσοστό 35-45%, η πρόσληψη πρωτεϊνών σε ποσοστό 20-25% και η πρόσληψη λίπους σε ποσοστό 20-30%