Ένας 53χρονος στον οποίο μεταμοσχεύθηκαν βλαστοκύτταρα για άλλον ιατρικό λόγο, θεραπεύτηκε τελικά από την HIV/AIDS λοίμωξη, ανακοίνωσαν οι γιατροί του.
Ο άνδρας έπασχε από λευχαιμία. Στη μεταμόσχευση υποβλήθηκε πριν από μία δεκαετία. Τα βλαστοκύτταρα προέρχονταν από έναν δότη με μία σπάνια γενετική μεταλλαγή που καθιστά τα σωματικά κύτταρα ανθεκτικά στην HIV/AIDS λοίμωξη.
Όπως αναφέρουν οι γιατροί του, ο 53χρονος από το Düsseldorf, στη Γερμανία, είναι μόλις ο τρίτος ασθενής παγκοσμίως που απαλλάσσεται από τον επικίνδυνο ιό με τη μεταμόσχευση αυτή.
Ο ασθενής έχει διακόψει την αντιρετροϊκή αγωγή του εδώ και τέσσερα χρόνια. Έκτοτε, δεν έχει βρεθεί ίχνος του ιού HIV στο σώμα του. «Ούτε καν οι πιο εξελιγμένες τεχνικές δεν έχουν καταφέρει να τον εντοπίσουν», δήλωσε ο Dr. Björn Jensen, διευθυντής στο Τμήμα Λοιμωδών Νόσων του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Düsseldorf.
Το 2013
Ο Dr. Jensen και οι συνεργάτες του περιγράφουν το περιστατικό στην ιατρική επιθεώρηση Nature Medicine. Όπως εξηγούν, ο ασθενής τους διαγνώστηκε με οξεία μυελογενή λευχαιμία (AML) τον Ιανουάριο του 2011, λίγους μήνες αφότου είχε αρχίσει αντιρετροϊκή θεραπεία για την HIV/AIDS λοίμωξη.
Υποβλήθηκε σε διάφορες θεραπείες για τη λευχαιμία του, αλλά υποτροπίασε δύο φορές. Έτσι, χρειάστηκε να του μεταμοσχευθούν βλαστοκύτταρα για να καταπολεμηθεί η αιματολογική κακοήθειά του.
Τα βλαστοκύτταρα προέρχονταν από έναν δότη που έφερε δύο κόπιες από μία συγκεκριμένη μεταλλαγή στο γονίδιο CCR5. Η μία από αυτές τις μεταλλαγές καταστρέφει τους υποδοχείς που τα περισσότερα στελέχη του ιού HIV χρησιμοποιούν για να μολύνουν τα σωματικά κύτταρα. Έτσι οι γιατροί γνώριζαν εκ των προτέρων ότι υπήρχε ισχυρό ενδεχόμενο να ξεπερνούσε ο ασθενής του και την HIV/AIDS λοίμωξη.
Πέντε χρόνια αργότερα, το Νοέμβριο του 2018, διεκόπη η αντιρετροϊκή θεραπεία του. Είχε συνεχιστεί για να εξασφαλιστεί ότι θα διατηρείτο υπό έλεγχο τυχόν υπολειπόμενη λοίμωξη από τον ιό HIV.
Τελευταία επιλογή
«Μπορούμε πλέον να πούμε με βεβαιότητα ότι είναι ουσιωδώς πιθανόν να αποτρέψουμε την αναπαραγωγή του ιού HIV, συνδυάζοντας δύο βασικές μεθόδους», είπε ο Dr. Jensen. «Η πρώτη είναι η εξάντληση της δεξαμενής του ιού εντός των κυττάρων του ανοσοποιητικού. Η δεύτερη είναι η μεταφορά της ανθεκτικότητας στον ιό από το ανοσοποιητικό του δότη, στον δέκτη. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίσαμε ότι ο ιός HIV δεν θα έχει καμία ελπίδα να εξαπλωθεί ξανά».
Η μέθοδος έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα, πρόσθεσε. Μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε φορείς του ιού HIV οι οποίοι πάσχουν από απειλητικές για τη ζωή τους αιματολογικές κακοήθειες. «Είναι μία ριψοκίνδυνη διαδικασία που μπορεί να έχει θανατηφόρες επιπλοκές», υπογράμμισε. «Γι’ αυτό μπορεί να γίνει όταν οι ασθενείς με αιματολογικές κακοήθειες έχουν εξαντλήσει κάθε άλλη θεραπευτική επιλογή».
Όπως εξήγησε, στο πλαίσιο της θεραπείας καταστρέφονται τα παθολογικά κύτταρα στο αίμα του ασθενούς, για να αντικατασταθούν από τα υγιή που θα παράγει ο οργανισμός του όταν ενεργοποιηθούν τα μεταμοσχευμένα βλαστοκύτταρα.
«Ελπίζουμε ότι το δικό μας και τα άλλα ανάλογα περιστατικά να μας βοηθήσουν να αναπτύξουμε λιγότερο ριψοκίνδυνες θεραπείες που θα μπορούν να εφαρμοστούν σε περισσότερους ασθενείς», κατέληξε ο Dr. Jensen.
Φωτογραφία: iStock