Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που παρεμποδίζουν την έρευνα του Αλτσχάιμερ είναι ότι η ασθένεια εντοπίζεται κατά κανόνα, όταν βρίσκεται σε ένα σχετικά προχωρημένο στάδιο.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα συμπτώματα αναπτύσσονται αργά για αρκετά χρόνια. Γίνονται εμφανή αφότου το Αλτσχάιμερ έχει προκαλέσει αλλαγές στον εγκέφαλο. Σήμερα, δεν υπάρχουν απλοί τρόποι ανίχνευσης της εξέλιξης της νόσου του Alzheimer σε ένα άτομο.
Η μοναδική αξιόπιστη μέθοδος διάγνωσης είναι η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET), η οποία είναι χρονοβόρα και δαπανηρή και η ανάλυση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού (CSF) που συλλέγεται από οσφυϊκή διάτρηση, διαδικασία η οποία είναι επίσης επώδυνη για τον ασθενή.
Αλλά σύμφωνα με μια μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό EMBO Molecular Medicine, υπάρχει μια πιθανή λύση σε αυτό το σημαντικό πρόβλημα.
Τεστ αίματος για Αλτσχάιμερ: Ανίχνευση πρωτεΐνης στο αίμα
Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της νόσου του Αλτσχάιμερ είναι μια ανώμαλη συσσώρευση πλακών αμυλοειδούς-β στο εγκέφαλο. Το β-αμυλοειδές υπάρχει και στον υγιή εγκέφαλο, αλλά σε άτομα με Αλτσχάιμερ η πρωτεΐνη αυτή διπλώνεται λανθασμένα και συσσωρεύεται. Έτσι όπως συσσωρεύεται γίνεται τοξική για τα νευρικά κύτταρα.
Οι πλάκες αμυλοειδούς μπορούν να αρχίσουν να αναπτύσσονται 15-20 χρόνια προτού καν εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα της νόσου του Αλτσχάιμερ.
Αυτή η ανθυγιεινή πρωτεΐνη αποτελεί τη βάση της νέας πρωτοποριακής εξέτασης αίματος. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ. Klaus Gerwert, ήθελαν να καταλάβουν εάν η μέτρηση των σχετικών επιπέδων υγιούς και παθολογικού β-αμυλοειδούς στο αίμα θα μπορούσε να εντοπίσει το Αλτσχάιμερ στα πρώιμα προδρομικά του στάδια.
Το νέο τεστ αίματος βασίζεται σε τεχνολογία ανοσο-υπέρυθρων αισθητήρων. Με βάση ένα αντίσωμα, ο αισθητήρας εκχυλίζει το β-αμυλοειδές από το δείγμα αίματος. Οι δύο εκδοχές του β-αμυλοειδούς απορροφούν υπέρυθρο φως σε διαφορετικές συχνότητες, κάτι που επιτρέπει στους ερευνητές να μετρήσουν τα σχετικά επίπεδα υγιεινών και ανθυγιεινών πρωτεϊνών.
Σε αντίθεση με άλλες μεθόδους, ο αισθητήρας ανοσο-υπέρυθρης ακτινοβολίας δεν δίνει ακριβή ποσότητα λανθασμένης πρωτεΐνης. Παρέχει, εντούτοις, πληροφορίες σχετικά με την αναλογία μεταξύ υγιεινών και ανθυγιεινών τύπων της εν λόγω πρωτεΐνης. Αυτό είναι επωφελές καθώς επηρεάζεται λιγότερο από τις φυσικές διακυμάνσεις των πρωτεϊνικών επιπέδων στο αίμα.
Για να διερευνήσει το αν το νέο τεστ αίματος λειτουργεί, η ομάδα επιστημόνων, από το πανεπιστήμιο Ruhr του Bochum στη Γερμανία, πήρε στοιχεία από τη σουηδική έρευνα BioFINDER, μελέτη που πραγματοποίησε ο δρ. Oskar Hansson από το Πανεπιστήμιο Lund της Σουηδίας.
Αυτή η αρχική φάση της μελέτης απέδωσε ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Σε άτομα που παρουσίασαν ήπια, πρόωρα συμπτώματα της νόσου του Αλτσχάιμερ, το τεστ αίματος ανίχνευσε αλλαγές στα επίπεδα αμυλοειδούς-βήτα, που συσχετίστηκαν με ανώμαλες συσσωρεύσεις, κάτι που επιβεβαιώθηκε και με την σχετική τομογραφία εγκεφάλου.
Με άλλα λόγια, το τεστ αίματος ανίχνευσε επιτυχώς τα αυξημένα επίπεδα του κακώς αναδιπλωμένου β-αμυλοειδούς, το οποίο στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε με εγκεφαλική τομογραφία.
Τεστ αίματος για Αλτσχάιμερ: Το επόμενο στάδιο
Το προφανές και ζωτικής σημασίας επόμενο βήμα ήταν να διαπιστωθεί αν αυτές οι ανωμαλίες του β-αμυλοειδούς θα μπορούσαν να ανιχνευθούν σε ασθενείς που δεν έχουν ακόμη εκδηλώσει συμπτώματα της νόσου Αλτσχάιμερ.
Για το σκοπό αυτό, έλαβαν στοιχεία από τη μελέτη της ομάδας ESTHER. Αξιολόγησαν δείγματα αίματος από 65 άτομα που αργότερα ανέπτυξαν την ασθένεια του Αλτσχάιμερ. Αυτά τα δείγματα αίματος συγκρίθηκαν με 809 άτομα που δεν ανέπτυξαν την ασθένεια.
Κατά μέσο όρο, το τεστ αίματος πέτυχε να ανιχνεύσει το Αλτσχάιμερ στους ασθενείς 8 χρόνια προτού εκδηλώσουν τα πρώτα κλινικά συμπτώματα.
Διαγνώστηκε σωστά το Αλτσχάιμερ στο 70% των περιπτώσεων και προέβλεψε εσφαλμένα ότι το 9% θα αναπτύξει την ασθένεια. Συνολικά, η διαγνωστική ακρίβεια ήταν 86%.
Σε σύγκριση με μια οσφυϊκή παρακέντηση ή μια τομογραφία, μια απλή εξέταση αίματος θα ήταν πολύ πιο χρήσιμη για τους γιατρούς και τους ερευνητές. Παρόλο που, προς το παρόν, το τεστ αίματος δεν είναι τέλειο, θα ήταν ένας χρήσιμος τρόπος για να εντοπίζονται εκείνα τα άτομα που ενδέχεται να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για Αλτσχάιμερ προτού προχωρήσουν σε πιο εξειδικευμένες εξετάσεις.
Τα ευρήματα είναι συναρπαστικά και θα αποτελέσουν ένα ευπρόσδεκτο εργαλείο στο κυνήγι για την θεραπεία του Αλτσχάιμερ. Επίσης, η ίδια ερευνητική ομάδα σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει μια παρόμοια τεχνολογία για την ανίχνευση ενός βιοδείκτη (άλφα-συνουκλεΐνη) που σχετίζεται με μια άλλη νόσο, η οποία είναι δύσκολο να εντοπιστεί νωρίς: η νόσος του Πάρκινσον.