Η πρώτη αυτή μικρή δοκιμή άφησε υποσχέσεις, καθώς φαίνεται να βελτιώνει την ποιότητα ζωής των ασθενών, επιβραδύνοντας την επιδείνωση της νόσου και επιτρέποντάς τους να διατηρήσουν για μεγαλύτερο διάστημα την αυτονομία στις καθημερινές δραστηριότητές τους.
Η νέα τεχνική της «εν τω βάθει εγκεφαλικής διέγερσης», που φυτεύει μέσω χειρουργικής επέμβασης βαθιά στον εγκέφαλο δύο μόνιμα μικροσκοπικά ηλεκτρόδια, τα οποία συνδέονται με μια γεννήτρια ηλεκτρικών παλμών (βηματοδότη) κάτω από το δέρμα του στήθους, έχει ήδη δοκιμασθεί σε πολλές χιλιάδες ασθενείς με σοβαρό Πάρκινσον και τώρα δοκιμάζεται πειραματικά και στη νόσο Αλτσχάιμερ.
Οι ερευνητές του Νευρολογικού Ινστιτούτου του Ιατρικού Κέντρου του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο, με επικεφαλής τον καθηγητή Ντάγκλας Σαρ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα Αλτσχάιμερ «Journal of Alzheimer’s Disease», εφάρμοσαν την θεραπεία σε τρεις ασθενείς με Αλτσχάιμερ, από τους οποίους οι δύο εμφάνισαν βελτίωση.
Η 85χρονη ασθενής ΛαΒον Μουρ μπορεί πλέον να μαγειρέψει, να ντυθεί μόνη της και να βγεί έξω, αλλά παραμένει ασαφές κατά πόσο όντως αυτό οφείλεται στη θεραπεία ή σε κάτι άλλο όπως η δύναμη του «πλασίμπο» στο νου.
Άλλοι επιστήμονες εκτίμησαν ότι, σε αυτό το πειραματικό στάδιο, είναι ακόμη πολύ νωρίς να πει κανείς πόσο η νέα μέθοδος μπορεί όντως να αποτελέσει αντίβαρο στην έκπτωση των νοητικών λειτουργιών των ασθενών με Αλτσχάιμερ. Θα ακολουθήσει μια μεγαλύτερη κλινική δοκιμή.
Οι ερευνητές δεν ευελπιστούν σε μια θεραπεία που θα αναστρέφει τις βλάβες, αλλά σε μια επανενεργοποίηση περιοχών του εγκεφάλου, έτσι ώστε να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις της άνοιας.
Το Αλτσχάιμερ αποτελεί την κυριότερη αιτία νευροεκφυλιστικής άνοιας. Μέχρι στιγμής είναι μια ανίατη πάθηση και οι ασθενείς αυξάνονται κάθε χρόνο σε όλο τον κόσμο.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ