Αμφιβολίες για την πιο συνηθισμένη φαρμακευτική αγωγή μετά το έμφραγμα
Οι ασθενείς που παθαίνουν έμφραγμα λαμβάνουν συχνά φάρμακα τα οποία δεν τους παρέχουν κανένα σημαντικό όφελος, καθώς δεν τους προστατεύουν από δεύτερο επεισόδιο ούτε μειώνουν τον κίνδυνο θανάτου, σύμφωνα με μία νέα μελέτη που μπορεί να αλλάξει την ισχύουσα τακτική.
Τα εν λόγω φάρμακα είναι οι βήτα-αποκλειστές (ή βήτα-αναστολείς). Χορηγούνται κυρίως για τη διαχείριση των μη φυσιολογικών καρδιακών ρυθμών και για την προστασία της καρδιάς από επόμενο έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Τα φάρμακα αυτά ανήκουν εδώ και δεκαετίες στην καθιερωμένη φαρμακευτική αγωγή για τους εμφραγματίες και χορηγούνται σε όλους. Ωστόσο η νέα μελέτη, που διεξήχθη σε 45 ερευνητικά κέντρα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ωφελούν σχεδόν το 50% των ασθενών που τα λαμβάνουν.
Οι ασθενείς αυτοί είναι όσοι παθαίνουν μικρά εμφράγματα, διατηρώντας την φυσιολογική καρδιακή λειτουργία. Αυτή αξιολογείται με το λεγόμενο κλάσμα εξώθησης (ΚΕ), το οποίο αντιπροσωπεύει το ποσοστό του αίματος που εξωθείται με κάθε παλμό της καρδιάς. Όταν το κλάσμα εξώθησης είναι 50% ή υψηλότερο, η καρδιά έχει φυσιολογική ικανότητα άντλησης του αίματος.
Από τους ασθενείς που παθαίνουν έμφραγμα, οι μισοί έχουν ανεπαρκή άντληση αίματος από την καρδιά (καρδιακή ανεπάρκεια). Οι υπόλοιποι όμως όχι. Παρ’ όλα αυτά, σε όλους χορηγούνται τα συγκεκριμένα φάρμακα.
Η νέα μελέτη
Τα νέα ευρήματα δημοσιεύονται στην ιατρική επιθεώρηση New England Journal of Medicine. Όπως γράφουν οι ερευνητές, θέλησαν να εξακριβώσουν αν και τι είδους οφέλη παρέχουν τα φάρμακα στους ασθενείς χωρίς καρδιακή ανεπάρκεια.
Στη μελέτη συμμετείχαν 5.020 ασθενείς που έλαβαν θεραπεία για οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου σε 45 νοσηλευτικά κέντρα της Σουηδίας, της Εσθονίας και της Νέας Ζηλανδίας.
Όλοι τους είχαν κλάσμα εξώθησης 50% ή υψηλότερο μετά το καρδιακό επεισόδιο. Το κλάμα αξιολογήθηκε με ηχοκαρδιογράφημα, μία εβδομάδα μετά το επεισόδιο. Οι ερευνητές τους χώρισαν τυχαία σε δύο ομάδες. Στους μισούς χορήγησαν βήτα-αποκλειστές και στους υπόλοιπους όχι. Οι ασθενείς έπρεπε να λαμβάνουν τα φάρμακα επ’ αόριστον.
Μετά από 3,5 χρόνια παρακολούθησης, δεν υπήρχε ιδιαίτερη διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων όσον αφορά τον κίνδυνο αναπτύξεως:
- Καρδιακής ανεπάρκειας
- Κολπικής μαρμαρυγής (είναι η πιο συχνή μορφή καρδιακής αρρυθμίας)
- Συμπτωμάτων όπως η στηθάγχη (πόνος στο στήθος) και η δύσπνοια
- Εγκεφαλικού επεισοδίου
- Αφύσικα χαμηλής αρτηριακής πίεσης ή λιποθυμίας
Τι λένε οι επιστήμονες
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η εμφανής έλλειψη οφέλους με τα εν λόγω φάρμακα μπορεί να αλλάξει την καθιερωμένη τακτική. «Νομίζω ότι μετά από τη μελέτη μας, πολλοί γιατροί θα αναθεωρήσουν την χορήγηση βήτα-αναστολέων σε όλους τους ασθενείς τους μετά το έμφραγμα», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Dr. Troels Yndigegn, επεμβατικός καρδιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Λούνδης (Lund), στη Σουηδία.
Όπως εξήγησε, τα επιδημιολογικά δεδομένα υποστηρίζουν την αξία που έχουν τα φάρμακα για τους ασθενείς με μεγάλα εμφράγματα και καρδιακή ανεπάρκεια. Για εκείνους, όμως, χωρίς συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας και φυσιολογικό κλάσμα εξώθησης, «η μελέτη μας δείχνει πως δεν υπάρχει ένδειξη για να χρησιμοποιούνται ευρέως».
Γιατί τότε τα χορηγούσαν οι γιατροί επί τόσες δεκαετίες; Η χρήση τους βασιζόταν σε παλαιότερες μελέτες, που είχαν διεξαχθεί πριν την ανάπτυξη των σύγχρονων μεθόδων διάνοιξης των αποφραγμένων αρτηριών, είπε ο Dr. Yndigegn.
Εκείνη την εποχή, οι βλάβες που προκαλούσαν τα εμφράγματα στην καρδιά ήταν πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι σήμερα. Και αυτό διότι δεν υπήρχε δυνατότητα άμεσης, γρήγορης, διαδερμικής διάνοιξης των αρτηριών και τοποθέτησης στεντ όπως σήμερα. Με αυτές τις μεθόδους όμως πολλά εμφράγματα είναι πλέον μικρότερα και προκαλούν λιγότερες βλάβες στον καρδιακό μυ.
Η νέα μελέτη παρουσιάσθηκε και στο ετήσιο συνέδριο του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας (ACC.24).
Φωτογραφία: iStock