Ανεβασμένο σάκχαρο: Οι 4 ασθένειες που προκαλεί «σιωπηλά» στα μάτια

  • Ρούλα Τσουλέα
μάτια
Πότε απειλούν την όραση των ασθενών. Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο.

Το αυξημένο σάκχαρο βλάπτει σοβαρά τα μάτια και την όραση, αλλά δυστυχώς οι περισσότεροι πάσχοντες από διαβήτη δεν κάνουν τακτικά εξετάσεις ώστε να τα εντοπίσουν εγκαίρως. Οι βλάβες που προκαλεί, όμως, δεν έχουν συμπτώματα στα αρχικά στάδια και έτσι η διάγνωσή τους συχνά γίνεται όταν είναι προχωρημένες.

Η πάγια σύσταση των ειδικών είναι να ελέγχουν οι ασθενείς με διαβήτη την όρασή τους τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο. Ωστόσο οι έξι στους δέκα ασθενείς δεν την τηρούν, σύμφωνα με νέα μελέτη.

Τη μελέτη πραγματοποίησαν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Thomas Jefferson και το Οφθαλμολογικό Νοσοκομείο Wills στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ. Οι ερευνητές παρακολούθησαν επί τέσσερα χρόνια 1.968 διαβητικούς ασθενείς, διαπιστώνοντας πως λιγότερο από το 42% έκαναν κάθε χρόνο προληπτικές οφθαλμολογικές εξετάσεις.

Συχνότερα εξετάζονταν οι ασθενείς που ήδη αντιμετώπιζαν μέτριο προς σοβαρό πρόβλημα στα μάτια. Οι ασθενείς αυτοί είχαν 86% περισσότερες πιθανότητες να πηγαίνουν τακτικά στον οφθαλμίατρο, έναντι όσων είχαν ακόμα ήπια προβλήματα όρασης.

Μειωμένες πιθανότητες να εξετάζονται προληπτικά είχαν επίσης όσοι κάπνιζαν και όσοι δεν είχαν συμπτώματα από τα μάτια τους.

Τα ευρήματα αυτά είναι πολύ ανησυχητικά γιατί τα μάτια είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στην γλυκόζη (σάκχαρο) αίματος, προειδοποιεί ο χειρουργός οφθαλμίατρος δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, καθηγητής Οφθαλμολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.

Όπως λέει, δεν είναι τυχαίο ότι μερικές φορές οι διαβητικοί ασθενείς βλέπουν θολά για λίγες μέρες ή εβδομάδες όταν αλλάζουν την φαρμακευτική αγωγή τους. «Το αυξημένο σάκχαρο μπορεί να αλλάξει τα επίπεδα των υγρών ή να προκαλέσει οίδημα (πρήξιμο) στους ιστών των ματιών που συμβάλλουν στην εστίαση του φωτός, με συνέπεια να θολώνει προσωρινά η όραση», εξηγεί. «Αυτού του είδους η επίπτωση υποχωρεί όταν τα επίπεδα της γλυκόζης ομαλοποιηθούν».

«Χαλάει» τα αγγεία

Όταν, όμως, το αυξημένο σάκχαρο δεν ρυθμίζεται καλά και παραμένει σε υψηλά επίπεδα, προκαλεί με την πάροδο του χρόνου βλάβες στα λεπτά αιμοφόρα αγγεία του οπίσθιου τμήματος των ματιών (αμφιβληστροειδής χιτώνας).

Αυτού του είδους οι βλάβες μπορεί να αρχίσουν ακόμα και στους ανθρώπους με επίμονο προδιαβήτη. Ο προδιαβήτης είναι μία διαταραχή κατά την οποία τα επίπεδα του σακχάρου είναι μεν υψηλά, αλλά όχι ακόμα τόσο πολύ ώστε να διαγνωστεί σακχαρώδης διαβήτης.

Σε γενικές γραμμές, όσο περισσότερο καιρό έχει κανείς σάκχαρο υψηλότερο από το φυσιολογικό (σ.σ από 100 mg/dl και πάνω), τόσο πιθανότερο είναι να υποστεί βλάβες στα αγγεία στα μάτια του. Οι βλάβες αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε:

  • Διαφυγή υγρού από τα αιμοφόρα αγγεία
  • Οίδημα (πρήξιμο)
  • Δημιουργία νέων, πιο αδύναμων αιμοφόρων αγγείων
  • Αιμορραγία που οδηγεί στη δημιουργία ουλών
  • Επικίνδυνα υψηλή πίεση στο εσωτερικού του ματιού (ενδοφθάλμια πίεση)

«Όλ’ αυτά είναι τα χαρακτηριστικά τεσσάρων οφθαλμοπαθειών που παρατηρούνται στους διαβητικούς ασθενείς», συνεχίζει ο κ. Κανελλόπουλος.

Οι τέσσερις οφθαλμοπάθειες

Οι οφθαλμοπάθειες αυτές είναι η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, το διαβητικό οίδημα της ωχράς κηλίδας, ο καταρράκτης και το γλαύκωμα.

Από διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια πάσχει περίπου ένας στους τρεις ασθενείς με διαβήτη άνω των 40 ετών. «Αποτελεί τη συχνότερη αιτία απώλειας της όρασης στη συγκεκριμένη ομάδα ασθενών. Ωστόσο η έκβασή της εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις προληπτικές εξετάσεις στα μάτια και τη ρύθμιση του σακχάρου. Η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να μειώσει κατά 95% την πιθανότητα τύφλωσης», τονίζει ο καθηγητής.

Το διαβητικό οίδημα της ωχράς εκδηλώνεται στο μεσαίο τμήμα (λέγεται ωχρά κηλίδα) του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Το τμήμα αυτό είναι υπεύθυνο για την κεντρική όραση (π.χ. για να διαβάζουμε, να οδηγούμε, να αναγνωρίζουμε πρόσωπα). Το διαβητικό οίδημα συνήθως αναπτύσσεται σε ασθενείς που έχουν ήδη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια.

Όσον αφορά τον καταρράκτη, οι διαβητικοί ασθενείς έχουν 2 έως 5 φορές περισσότερες πιθανότητες να τον παρουσιάσουν, σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό χωρίς πρόβλημα σακχάρου. Είναι επίσης πιθανό να τον εκδηλώσουν σε νεότερη ηλικία, καθώς και να εξελιχθεί πιο γρήγορα.

Τέλος, διατρέχουν σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο να παρουσιάσουν γλαύκωμα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μη αναστρέψιμες βλάβες στο οπτικό νεύρο, που μπορεί να κοστίσουν την όραση.

Ποιοι κινδυνεύουν

Δυστυχώς, ο διαβήτης μπορεί να αναπτύσσεται για χρόνια χωρίς να γίνει αντιληπτός στους ανθρώπους που δεν κάνουν τακτικά προληπτικές εξετάσεις. Και αυτό, διότι στα αρχικά στάδιά του δεν προκαλεί ανησυχητικά συμπτώματα.

Έτσι, πολλοί διαβητικοί ασθενείς έχουν ήδη αμφιβληστροειδοπάθεια την εποχή που μαθαίνουν για το πρόβλημα με το σάκχαρό τους. Ωστόσο ούτε αυτή προκαλεί συμπτώματα στα αρχικά στάδιά της.

Αυξημένο κίνδυνο προβλημάτων στα μάτια διατρέχουν επίσης οι διαβητικοί με φτωχό γλυκαιμικό έλεγχο, δηλαδή με αρρύθμιστο σάκχαρο. Διατρέχουν επίσης οι πάσχοντες που έχουν επιπλέον αρρύθμιστη υπέρταση, υψηλή χοληστερόλη ή/και καπνίζουν. «Όλοι αυτοί οι παράγοντες αυξάνουν τον κίνδυνο για διαβητική νόσο των ματιών», διευκρινίζει ο κ. Κανελλόπουλος.

Όσον αφορά τον κίνδυνο απώλειας όρασης ή και τύφλωσης, αυτός απειλεί περισσότερο τους ηλικιωμένους με σακχαρώδη διαβήτη.

Ειδική κατηγορία αποτελούν οι έγκυοι. Οι γυναίκες που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη πριν από την εγκυμοσύνη, μπορεί να αναπτύξουν γρήγορα οφθαλμολογικά προβλήματα στη διάρκειά της.

Αν ήδη είχαν διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, αυτή μπορεί να επιδεινωθεί. Και αυτό επειδή οι φυσιολογικές αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα για να υποστηριχθεί το έμβρυο, επιβαρύνουν τα αιμοφόρα αγγεία στα μάτια.

Αντιθέτως, ο διαβήτης κύησης (αυτός δεν προϋπήρχε, αλλά εμφανίστηκε στη διάρκεια της εγκυμοσύνης) συνήθως δεν επιβαρύνει άμεσα την όραση.

Η προστασία

Ο καλύτερος τρόπος για να προστατευτεί η όραση από τις επιπτώσεις της παθολογικά αυξημένης γλυκόζης (σακχάρου) είναι ο καλός γλυκαιμικός έλεγχος και ο προληπτικός έλεγχος της όρασης μία φορά τον χρόνο.

Απαραίτητο είναι ακόμα να ρυθμίζουν οι διαβητικοί ασθενείς την αρτηριακή πίεση και τη χοληστερόλη τους και, αν καπνίζουν, να κόψουν το κάπνισμα.

«Αυτό που πρέπει να θυμούνται είναι ότι, όπως συμβαίνει με τον διαβήτη τους, έτσι και η αμφιβληστροειδοπάθεια αρχικά αναπτύσσεται ύπουλα, χωρίς συμπτώματα. Όταν αυτά εμφανιστούν, οι βλάβες μπορεί να είναι ήδη εδραιωμένες και η αντιμετώπισή πιο δύσκολη», καταλήγει ο κ. Κανελλόπουλος.

Φωτογραφία: iStock