Ανοσο-ογκολογία, όπως λέμε το αύριο της θεραπείας του καρκίνου του πνεύμονα
Η ανοσοθεραπεία αποτελεί πλέον μια καινοτόμο θεραπευτική αγωγή στην αντιμετώπιση του προχωρημένου καρκίνου του πνεύμονα και μελέτες έχουν δείξει ότι οι ασθενείς εμφανίζουν καλύτερη επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου αλλά και σημαντικά αυξημένη συνολική επιβίωση έναντι της χημειοθεραπείας. Επιπλέον η εξέταση του βιοδείκτη PD-L1 στην 1η & 2η γραμμή του ΜΜΚΠ, θα δώσει στους Επαγγελματίες Υγείας την δυνατότητα να επιλέξουν την θεραπεία που είναι καταλληλότερη για κάθε ασθενή.
Την Συνέντευξη Τύπου άνοιξε με χαιρετισμό ο νέος Πρόεδρος της ΕΟΠΕ, Παθολόγος Ογκολόγος κ. Ιωάννης Μπουκοβίνας, ο οποίος χαιρέτησε την έγκριση καινοτόμων φαρμάκων στην Ελλάδα, παρά την οικονομική κρίση. Οι θεραπείες αυτές – είπε – προσφέρουν σημαντική αύξηση στην επιβίωση σε διάφορες μορφές καρκίνου, αποζημιούμενα με ένα ορθολογικό οικονομικό μοντέλο. Την εκδήλωση χαιρέτησε εξίσου και η κ. Άννα Μπατιστάτου, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Παθολογικής Ανατομικής, Καθηγήτρια Παθολογικής Ανατομικής.
Το λόγο στη συνέχεια πήρε η κ. Σοφία Αγγελάκη, Επίκουρος Καθηγήτρια Παθολογικής Ογκολογίας, ΠΑΓΝΗ και Γενικός Γραμματέας ΕΟΠΕ. Όπως ανέφερε, ο καρκίνος του πνεύμονα είναι η κύρια αιτία θανάτου από καρκίνο παγκοσμίως. Το 2012 σε όλο τον κόσμο περισσότεροι άνθρωποι πέθαναν από καρκίνο του πνεύμονα από ότι από τον καρκίνο του παχέος εντέρου, του μαστού και του προστάτη συνολικά (στοιχεία Globocan 2012). Η ίδια χαρακτήρισε την ανοσοθεραπεία ως ορόσημο και τόνισε ότι η εισαγωγή των στοχεύουσων θεραπειών και η χρήση των βιοδεικτών επέτρεψε την εξατομίκευση της θεραπείας του ΜΜΚΠ σημειώνοντας σημαντική πρόοδο στην θεραπεία του.
Η κ. Έλενα Λινάρδου στην συνέχεια, Αν. Διευθύντρια Α’ Ογκολογικής Κλινικής, Νοσοκομείου «Metropolitan», αναφέρθηκε στις ενδεδειγμένες ανοσοθεραπείες για τη θεραπεία του ΜΜΚΠ, όπου μεταξύ άλλων παρουσίασε στοιχεία μελετών για το pembrolizumab ως θεραπεία 1ης και 2η γραμμής.
Σύμφωνα με την μελέτη KEYNOTE-024, οι ασθενείς με μεταστατικό ΜΜΚΠ που έλαβαν pembrolizumab ως 1ης γραμμής θεραπεία, παρουσίασαν σημαντικό όφελος στην επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου έναντι της χημειοθεραπείας (10,3 μήνες μέση επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου για το pembrolizumab έναντι 6 μηνών για την χημειοθεραπεία, σε ασθενείς με έκφραση του PD-L1≥50%). Από την ίδια μελέτη, το pembrolizumab πέτυχε σημαντικό όφελος στην συνολική επιβίωση στην 1η γραμμή θεραπείας του μεταστατικού ΜΜΚΠ έναντι της χημειοθεραπείας, ενώ η ανταπόκριση των ασθενών στη θεραπεία με pembrolizumab ήταν 45% έναντι 28% που ήταν η ανταπόκριση στην χημειοθεραπεία.
Στην 2η γραμμή θεραπείας, η μελέτη KEYNOTE-010 έδειξε σημαντικό όφελος στην συνολική επιβίωση των ασθενών με προχωρημένο ΜΜΚΠ και έκφραση του PD-L1≥1% έναντι της χημειοθεραπείας (43% διάμεση συνολική επιβίωση για το pembrolizumab έναντι 35% για την χημειοθεραπεία). Επίσης, τα αποτελέσματα της μελέτης ΚΕΥΝΟΤΕ-010 έδειξαν ανταπόκριση ασθενών σημαντικά μεγαλύτερη σε διάρκεια με το pembrolizumab έναντι της χημειοθεραπείας.
Τέλος, η κα Λινάρδου έκανε ειδική αναφορά στην σημαντικότητα του βιοδείκτη PD-L1, παρουσιάζοντας μελέτες που δείχνουν πως οι ασθενείς που εκφράζουν τον συγκεκριμένο βιοδείκτη, έχουν ~4,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να ανταποκριθούν σε θεραπεία 2ης γραμμής του MMKΠ με ανοσοθεραπεία.
Tον λόγο στη συνέχεια είχε η κ. Άννα Μπατιστάτου, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρίας Παθολογικής Ανατομικής, Καθηγήτρια Παθολογικής Ανατομικής, η οποία υπογράμμισε πως οι βιοδείκτες είναι βιολογικά μόρια, που βρίσκονται μεταξύ άλλων στα κύτταρα. Υποδεικνύουν μια φυσιολογική ή παθολογική διαδικασία, μια κατάσταση ή μια νόσο. Διακρίνονται σε προγνωστικούς δείκτες (χαρακτηριστικά επιθετικότητας της νόσου) και προβλεπτικούς δείκτες (προβλέπουν την αναμενόμενη ανταπόκριση του κάθε ασθενούς σε συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή – σύγχρονη «εξατομικευμένη θεραπεία»). Το PD-L1 είναι αναγκαίος βιοδείκτης για την επιλογή ασθενών με ΜΜΚΠ, με στόχο την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της θεραπείας και τον έλεγχο του κόστους αυτής. Η εξέταση του βιοδείκτη PD-L1 γίνεται ήδη σε πολλά Παθολογοανατομικά εργαστήρια σε όλη την Ελλάδα.
Στην ομιλία του ο κ. Λάζαρος Πουγγίας, Ιατρικός Διευθυντής της MSD αναφέρθηκε στην δέσμευση της MSD να ανακαλύπτει καινοτόμες θεραπείες που βελτιώνουν και σώζουν τις ζωές των ανθρώπων και στάθηκε ιδιαίτερα στο κλινικό πρόγραμμα της εταιρίας στον Καρκίνο του Πνεύμονα. Η ΜSD έχει επενδύσει σε ένα ευρύ κλινικό πρόγραμμα ανοσο – ογκολογίας με περισσότερες από 500 κλινικές μελέτες σε 30 διαφορετικούς τύπους καρκίνου και απώτερος στόχος της πάντα είναι ο κατάλληλος ασθενής να έχει πρόσβαση στην κατάλληλη θεραπεία τον σωστό χρόνο. Στο επικείμενο Συνέδριο ASCO 2017 έχουν ήδη γίνει δεκτές 50 περιλήψεις σχετικά με το pembrolizumab της MSD για 16 τύπους καρκίνου.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η χρήση βιοδεικτών αποτελεί το κλειδί για τον εντοπισμό των ασθενών εκείνων που θα έχουν το μεγαλύτερο όφελος από την ανοσοθεραπεία, μειώνοντας έτσι ουσιαστικά και την οικονομική επιβάρυνση στο σύστημα υγείας, καθώς η θεραπεία θα χορηγείται εκεί που πραγματικά κάνει τη διαφορά.
Η αποζημίωση εξετάσεων βιοδεικτών γίνεται μετά από εισήγηση των αρμόδιων επιστημονικών οργάνων, όπως το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ), και απόφαση του Υπουργού Υγείας. Το κόστος των εξετάσεων των βιοδεικτών που είναι απαραίτητοι για τη συνταγογράφηση συγκεκριμένων ογκολογικών φαρμάκων καλύπτεται υποχρεωτικά από τον ΕΟΠΥΥ. Η αποζημίωση του βιοδείκτη PD – L1 εξετάζεται αυτή την περίοδο από το ΚΕΣΥ.
Σχετικά με την Ανοσο-Ογκολογία
Το ανοσοποιητικό σύστημα είναι το φυσικό αμυντικό σύστημα του σώματος. Αποτελείται από μια συλλογή από όργανα, κύτταρα και ειδικά μόρια που βοηθούν στην προστασία από ιούς, τον καρκίνο και άλλες νόσους. Όταν ένας διαφορετικός (ξένος) οργανισμός εισέρχεται στο ανθρώπινο σώμα, π.χ. ένα βακτήριο, το ανοσοποιητικό σύστημα το αναγνωρίζει και κατόπιν του επιτίθεται, εμποδίζοντάς να προκαλέσει βλάβη. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται ανοσοποιητική απόκριση.
Καθώς τα καρκινικά κύτταρα είναι πολύ διαφορετικά από τα κανονικά κύτταρα του οργανισμού, το ανοσοποιητικό σύστημα τους επιτίθεται όταν είναι σε θέση να τα αναγνωρίσει. Ωστόσο, τα καρκινικά κύτταρα πολύ συχνά βρίσκουν τρόπους να «μεταμφιέζονται» σε κανονικά κύτταρα, έτσι ώστε το ανοσοποιητικό να μην τα αναγνωρίζει σαν επικίνδυνα. Επιπρόσθετα και ομοίως με την συμπεριφορά των ιών, μπορούν να αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου (μετάλλαξη) και έτσι να διαφεύγουν του ανοσοποιητικού. Ταυτόχρονα, η φυσική διαδικασία ανοσολογικής απόκρισης πολύ συχνά δεν είναι αρκετά δυνατή για να καταπολεμήσει τα καρκινικά κύτταρα.
Οι ανοσο-ογκολογικές θεραπείες είναι φάρμακα που «χρησιμοποιούν» το ανοσολογικό σύστημα του σώματος για να καταπολεμήσουν τον καρκίνο. Η διαφορά τους με άλλες αντικαρκινικές θεραπείες είναι ότι στοχεύουν τα ανοσοποιητικό σύστημα του σώματος και όχι τα καρκινικά κύτταρα, επιτρέποντάς του να αναγνωρίζει και να επιτίθεται επιλεκτικά στα καρκινικά κύτταρα, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει μακροχρόνια μνήμη στο ανοσοποιητικό, έτσι ώστε να προσαρμόζεται συνεχώς και σε βάθος χρόνου στον καρκίνο, προσφέροντας ανθεκτική και μακροχρόνια θεραπεία στον ασθενή.
Οι ανοσο-ογκολογικές θεραπείες έχουν τις ρίζες τους στις αρχές του 20ου αιώνα. Το 1909 ο Paul Ehrlich παρατήρησε ότι το ανοσοποιητικό σύστημα έχει ρόλο κατά του καρκίνου και στα τέλη της δεκαετίας του 1950 οι Thomas και Burnet ανέπτυξαν τη θεωρία της ανοσοεπιτήρησης, σύμφωνα με την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα παρακολουθεί το σώμα για να εντοπίσει και να καταστρέψει εν τη γενέσει καρκινικά κύτταρα. Από τότε μέχρι σήμερα υπήρξαν και άλλοι σταθμοί στην ιστορία της ανοσο – ογκολογίας με σημαντικότερο το 2008 όταν σε κλινική δοκιμή που αφορά σε anti –PD1 θεραπεία, σε 5 από τους 39 εθελοντές οι όγκοι συρρικνώθηκαν.