Η τρικλοζάνη, ένα χημικό που προστίθεται σε πολλά καταναλωτικά προϊόντα για να σκοτώνει τα βακτήρια, μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο για οστεοπόρωση, σύμφωνα με μια νέα μελέτη.
«Ανακαλύψαμε ότι τα υψηλά επίπεδα τρικλοζάνης στα ούρα σχετίζονται με μειωμένη οστική πυκνότητα στο ισχίο και στη μέση», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Yingjun Li, από το Τμήμα Επιδημιολογίας & Στατιστικών Υγείας του Ιατρικού Κολλεγίου Hangzhou, στην Κίνα.
Προγενέστερες έρευνες σε κυτταρικές σειρές και σε ζώα επίσης έχουν συσχετίσει την τρικλοζάνη με την οστεοπόρωση. Ωστόσο η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη που βρίσκει ενδείξεις ότι το ίδιο συμβαίνει και στους ανθρώπους.
Η τρικλοζάνη είναι ένα αντιβακτηριακό χημικό που προστίθεται σε οδοντόκρεμες, στοματικά διαλύματα, σαπούνια, αποσμητικά, καθαριστικά, παιχνίδια, ρούχα, έπιπλα κ.λπ.
Η αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων & Φαρμάκων (FDA) θέσπισε το 2016 περιορισμούς στη χρήση της, εξηγώντας ότι δεν έχει αποδειχθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά της σε μακροχρόνια, καθημερινή χρήση. Εφέτος τον Απρίλιο, εξ άλλου, απαγόρευσε εντελώς τη χρήση της στα απολυμαντικά χεριών που πωλούνται στις ΗΠΑ.
Στην Ευρώπη, έχει περιοριστεί από το 2014 η χρήση τρικλοζάνης στα καλλυντικά προϊόντα. Όπου αλλού υπάρχει, πρέπει υποχρεωτικά να αναγράφεται στη συσκευασία (triclosan ή τρικλοζάνη). Ωστόσο ορισμένες μεγάλες εταιρείες έχουν αρχίσει να την αφαιρούν από τα προϊόντα τους.
Η νέα μελέτη
Η νέα μελέτη διεξήχθη σε 1.848 Αμερικανίδες, ηλικίας 20 ετών και πάνω. Όσες από αυτές είχαν τα υψηλότερα επίπεδα τρικλοζάνης στα ούρα τους κατά την έναρξη της μελέτης, ήταν πιθανότερο να εκδηλώσουν οστεοπόρωση αργότερα στη ζωή τους.
Η οστεοπόρωση είναι μία μεταβολική νόσος, η οποία εξασθενεί τα οστά. Οι πάσχοντες από αυτήν διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο κατάγματος, πόνου στη μέση και απώλειας ύψους.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η τρικλοζάνη επηρεάζει αρνητικά την υγεία των οστών, επειδή επεμβαίνει στη λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα. Προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει ότι η διαταραχή του θυρεοειδούς μπορεί να οδηγήσει στην οστεοπόρωση.
Η νέα μελέτη δημοσιεύεται στην ιατρική επιθεώρηση Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism.