Τα επίπεδα των ορμονών του στρες που συσσωρεύονται στα μαλλιά μας με την πάροδο του χρόνου μπορεί να αποτελούν αξιόπιστο δείκτη για το πόσο κινδυνεύουμε να εκδηλώσουμε καρδιαγγειακά προβλήματα, αναφέρουν επιστήμονες από την Ολλανδία.
Σε μελέτη με χιλιάδες εθελοντές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα επίπεδα αυτών των ορμονών σχετίζονται με τον κίνδυνο για σοβαρό καρδιαγγειακό επεισόδιο. Μάλιστα η συσχέτιση είναι ιδιαιτέρως ισχυρή στους νέους οι οποίοι, θεωρητικώς, κινδυνεύουν λιγότερο να εκδηλώσουν έμφραγμα ή εγκεφαλικό.
Τα νέα ευρήματα παρουσιάσθηκαν στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Παχυσαρκίας (ECO2023), το οποίο διεξήχθη 17-20 Μαΐου στο Δουβλίνο. Όπως εξήγησε η επικεφαλής ερευνήτρια Dr. Eline van der Valk, κλινική ενδοκρινολόγος στο Πανεπιστήμιο Erasmus, στο Ρότερνταμ, ολοένα περισσότερα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι το χρόνιο στρες επηρεάζει σημαντικά την υγεία.
«Τώρα, τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι οι άνθρωποι με υψηλά επίπεδα ορμονών του στρες στα μαλλιά τους, διατρέχουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν καρδιολογικά και κυκλοφορικά προβλήματα», είπε στους συνέδρους.
Η σχετική μελέτη βασίσθηκε σε αναλύσεις στα μαλλιά 6.341 εθελοντών, ηλικίας 18 ετών και άνω. Οι ερευνητές μέτρησαν στα μαλλιά τους τα επίπεδα δύο ορμονών του στρες: της κορτιζόλης και της κορτιζόνης (είναι η ανενεργή μορφή της πρώτης).
Παρακολούθησαν επίσης τους εθελοντές τους επί 5-7 χρόνια κατά μέσον όρο, αξιολογώντας την καρδιαγγειακή υγεία τους. Στη διάρκεια της περιόδου παρακολουθήσεως καταγράφηκαν 133 σοβαρά καρδιαγγειακά επεισόδια, ιδίως εμφράγματα και εγκεφαλικά.
Οι ερευνητές συνυπολόγισαν επίσης άλλους γνωστούς παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά προβλήματα, όπως:
- Το φύλο
- Η ηλικία
- Η περίμετρος της μέσης
- Το κάπνισμα
- Η αρτηριακή πίεση/υπέρταση
- Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2
Τα ευρήματα
Τα στοιχεία έδειξαν ότι η κορτιζόνη ήταν αυτή που σχετιζόταν ισχυρά με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Ειδικότερα, τα υψηλά επίπεδα αυτής της ορμόνης του στρες στα μαλλιά σχετίζονταν κατά μέσον όρο με διπλάσιο κίνδυνο για έμφραγμα ή εγκεφαλικό.
Ωστόσο ο κίνδυνος αυτός αφορούσε πρωτίστως τα άτομα κάτω των 57 ετών. Σε αυτές τις ηλικίες ήταν 3,7 φορές υψηλότερος, ενώ στις μεγαλύτερες δεν ήταν στατιστικώς σημαντικός.
«Ελπίζουμε ότι η ανάλυση των μαλλιών θα μπορέσει τελικά να χρησιμοποιηθεί ως απλή εξέταση για να εντοπίζονται εγκαίρως όσοι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου», είπε η επιβλέπουσα ερευνήτρια Dr. Elisabeth van Rossum, καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας στο Erasmus.
Τα ευρήματα που ανακοινώνονται σε ιατρικά συνέδρια θεωρούνται προκαταρκτικά, έως ότου δημοσιευθούν σε κάποια ιατρική επιθεώρηση.
Φωτογραφία: iStock