Μία απλή εξέταση αίματος που αναλύει τις αλλαγές στο DNA των κυττάρων, μπορεί να βοηθήσει τους γιατρούς να προβλέψουν αν ένας άνθρωπος κινδυνεύει να εκδηλώσει σακχαρώδη διαβήτη εντός της προσεχούς δεκαετίας, αναφέρουν επιστήμονες από τη Σκωτία.
Τα αποτελέσματα της εξέτασης συνδυάζονται με τις κλασικές πληροφορίες που αξιολογούν τον κίνδυνο διαβήτη σε κάθε ασθενή, όπως:
- Η ηλικία
- Το φύλο
- Το σωματικό βάρος
- Το οικογενειακό ιστορικό του
Η εξέταση βασίζεται στην μεθυλίωση του DNA. Αυτή είναι μία διαδικασία κατά την οποία προστίθενται στο γενετικό υλικό μικρά μόρια (μεθυλικές ομάδες).
Η προσθήκη αυτή συμβαίνει εξαιτίας της επίδρασης ποικίλων παραγόντων, όπως η διατροφή, οι ορμόνες, το στρες κ.λπ. Το επακόλουθό της είναι να επηρεάζεται η έκφραση των γονιδίων.
Η νέα εξέταση αξιολογεί τη δραστηριότητα γονιδίων που σχετίζονται με τον διαβήτη. Αυτά μπορεί να αδρανοποιηθούν ή να ενεργοποιηθούν λόγω της μεθυλίωσης, επηρεάζοντας αναλόγως και τον κίνδυνο αναπτύξεως διαβήτη.
Η αξιολόγηση αυτών των γονιδίων σε συνδυασμό με τις κλασικές πληροφορίες παρέχει πιο αξιόπιστη πρόβλεψη για τον κίνδυνο διαβήτη που διατρέχει ένα άτομο, λένε οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
Η μελέτη
Τα νέα ευρήματα δημοσιεύονται στην ιατρική επιθεώρηση Nature Aging. Όπως γράφουν οι ερευνητές, η εξέταση βασίστηκε σε στοιχεία από 14.613 εθελοντές, τους οποίους παρακολουθούσαν επί 15 χρόνια.
Έως το τέλος της περιόδου παρακολουθήσεως οι 626 από τους εθελοντές είχαν εκδηλώσει σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Οι ερευνητές τους χώρισαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα αποτελείτο από 374 ασθενείς με διαβήτη και 9.461 υγιείς συνομηλίκους τους. Οι ερευνητές συνέκριναν το αίμα μεταξύ τους και κατέγραψαν τις διαφορές μεταξύ ασθενών και υγιών.
Στη συνέχεια, αναζήτησαν στο αίμα των υπόλοιπων εθελοντών τις διαφορές που είχαν ανιχνεύσει στην πρώτη ομάδα. Στόχος τους ήταν να εξακριβώσουν αν μπορούσαν να προβλέψουν ποιοι θα είχαν διαβήτη και ποιοι όχι. Στη δεύτερη ομάδα οι διαβητικοί ασθενείς ήταν 252 και οι υγιείς 4.526.
Τα ευρήματα
Με την αιματολογική εξέταση οι γιατροί μπόρεσαν να βρουν 18% περισσότερα διαβητικά άτομα απ’ ό,τι μόνο με τις κλασικές πληροφορίες (σωματικό βάρος, οικογενειακό ιστορικό κ.λπ.).
Οι επιστήμονες επαλήθευσαν στη συνέχεια τα ευρήματά τους σε ομάδα 1.451 εθελοντών από τη Γερμανία. Αυτό έγινε για να εξασφαλίσουν ότι η εξέταση μπορεί να εφαρμοστεί σε ετερογενείς πληθυσμούς.
«Η έγκαιρη πρόβλεψη του κινδύνου αναπτύξεως διαβήτη επιτρέπει τη λήψη μέτρων που θα καθυστερήσουν την εμφάνισή του. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, δεδομένης της συσχέτισης του σακχαρώδους διαβήτη με άλλα, σοβαρά νοσήματα, όπως η άνοια», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Dr. Yipeng Cheng, από το Κέντρο Γονιδιωματικής & Ερευνητικής Ιατρικής του Εδιμβούργου.
Φωτογραφία: iStock