Χαμηλά λεμφοκύτταρα: Αιτίες και συμπτώματα – Πότε είναι ανησυχητική η λεμφοπενία
Κάνατε εξετάσεις αίματος και μόλις μάθατε ότι έχετε χαμηλά λεμφοκύτταρα – μια διαταραχή που επιστημονικά αποκαλείται λεμφοπενία. Τι σημαίνει αυτό και πόσο σοβαρό είναι;
Τα λεμφοκύτταρα είναι ένα είδος λευκός αιμοσφαιρίων. Είναι εξειδικευμένα κύτταρα του ανοσοποιητικού που μας προστατεύουν από τις λοιμώξεις. Υπάρχουν τρία είδη τα οποία ασκούν με διαφορετικό τρόπο τη δράση τους. Τα είδη αυτά είναι τα Β-λεμφοκύτταρα, τα Τ-λεμφοκύτταρα και τα φυσικά φονικά κύτταρα (ή κύτταρα NK).
Στους ενήλικες το σχεδόν 20-45% των λευκών αιμοσφαιρίων στο αίμα είναι λεμφοκύτταρα. Τα λευκά αιμοσφαίρια (συμβολίζονται WBC) κυμαίνονται από 4.500 έως 10.000 ανά κυβικό χιλιοστό αίματος (mm3). Επομένως τα φυσιολογικά επίπεδα των λεμφοκυττάρων κυμαίνονται από 1.000 έως 4.000 ανά mm3. Οι τιμές κάτω από 1.500 mm3 αντιστοιχούν στην λεμφοπενία.
Αντίστοιχα στα παιδιά οι φυσιολογικές τιμές των λεμφοκυττάρων εξαρτώνται από την ηλικία τους. Στις ηλικίες κάτω των 6 ετών, λ.χ., λεμφοπενία συνήθως διαγιγνώσκεται όταν τα επίπεδά τους είναι κάτω από 2.000 ανά mm3.
Οι πιθανές αιτίες
Ένας άνθρωπος μπορεί να γεννηθεί με χαμηλά λεμφοκύτταρα ή να τα αναπτύξει με την πάροδο του χρόνου. Αναλόγως με την αιτία, η λεμφοπενία του μπορεί να χρειάζεται θεραπεία για μια ζωή (χρονία λεμφοπενία). Ή μπορεί να περάσει μόνη της ή με την κατάλληλη θεραπεία (οξεία λεμφοπενία).
Οι πιθανές αιτίες των χαμηλών λεμφοκυττάρων είναι πολλές. Οι πιο συχνές είναι διατροφικές, λοιμώξεις και ορισμένες παθήσεις. Χαμηλά λεμφοκύτταρα είναι επίσης πιθανό να έχουν οι ασθενείς που υποβάλλονται σε ορισμένες θεραπείες.
Από τους διατροφικούς παράγοντες, η υπερκατανάλωση αλκοόλ μπορεί να μειώσει τα επίπεδα των λεμφοκυττάρων. Το ίδιο και η ανεπαρκής κατανάλωση πρωτεϊνών (π.χ. ψάρια, κρέας, πουλερικά, αυγά, όσπρια). Μπορεί επίσης να τα μειώσει η ανεπαρκής κατανάλωση βιταμινών και ιχνοστοιχείων, όπως η βιταμίνη Β12, το φολικό οξύ και ο ψευδάργυρος. Οι διατροφικοί παράγοντες είναι η πιο συχνή αιτία λεμφοπενίας στον κόσμο.
Στα κληρονομικά νοσήματα που μπορεί να μειώσουν τα επίπεδα των λεμφοκυττάρων συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων:
- Η αταξία-τελαγγειεκτασία (ΑΤ)
- Το σύνδρομο Γουίσκοτ-Άλντριτς (Wiskott-Aldrich)
- Η βαρεία συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια (SCID) κ.ά.
Αντίστοιχα, στα επίκτητα νοσήματα (είναι αυτά που αναπτύσσουμε στη διάρκεια της ζωής μας) που μπορεί να προκαλέσουν πτώση των λεμφοκυττάρων συμπεριλαμβάνονται:
- Λοιμώξεις. Μπορεί να είναι παροδικές ή χρόνιες. Αν, λ.χ., είχατε γρίπη, COVID-19 ή πνευμονία, τα λεμφοκύτταρά σας μπορεί να είναι χαμηλά στις αναλύσεις αίματος. Το ίδιο όμως ισχύει και αν έχετε λ.χ. HIV/AIDS λοίμωξη, ιογενή ηπατίτιδα, φυματίωση, ελονοσία, ιλαρά κ.λπ.
- Αυτοάνοσα νοσήματα. Χαμηλά επίπεδα λεμφοκυττάρων μπορεί να έχουν οι πάσχοντες από ασθένειες, όπως ο λύκος, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, το σύνδρομο Sjögren’s.
- Ορισμένες ασθένειες του αίματος. Οι αιματολογικές κακοήθειες (π.χ. νόσος του Χότζκιν, λευχαιμία) και η απλαστική αναιμία είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα
Στις ιατρικές θεραπείες που μπορεί να μειώσουν τα επίπεδα των λεμφοκυττάρων στο αίμα συμπεριλαμβάνονται οι αντινεοπλασματικές θεραπείες (π.χ. ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία) και η λήψη ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων (ακόμα και κορτιζόνης).
Τα ύποπτα συμπτώματα
Οι άνθρωποι που έχουν χαμηλά λεμφοκύτταρα δεν εκδηλώνουν συμπτώματα, έτσι όπως τα φανταζόμαστε. Αυτό που μπορεί να τους προκαλέσει η λεμφοπενία είναι συχνότερα ή πιο ασυνήθιστα προβλήματα, όπως ενδεικτικά τα εξής:
- Συχνές λοιμώξεις, όπως ιώσεις (δηλαδή κρυολογήματα) ή πνευμονία
- Ασυνήθιστες λοιμώξεις από μικρόβια, μύκητες ή παράσιτα, που σπανίως δημιουργούν προβλήματα στους ανθρώπους με υγιές ανοσοποιητικό
- Μακροχρόνιες λοιμώξεις, όπως η φυματίωση
- Διόγκωση των λεμφαδένων
- Προβλήματα στο δέρμα, όπως αιφνίδια αλωπεκία (τριχόπτωση), έκζεμα, πυόδερμα, ωχρό δέρμα, ίκτερος, μικροί μώλωπες (μελανιές), πληγές στο στόμα
- Απώλεια των αμυγδαλών ή μη φυσιολογικές αμυγδαλές στα παιδιά
- Διόγκωση του σπλήνα
Μια απλή γενική εξέταση αίματος μπορεί να δείξει αν έχετε επίπεδα λεμφοκυττάρων χαμηλότερα από τα φυσιολογικά. Στη συνέχεια ο γιατρός θα αναζητήσει την πιθανή αιτία, με αξιολόγηση του ιατρικού ιστορικού σας, κλινική εξέταση και ενδεχομένως πρόσθετες εξετάσεις. Αναλόγως με την αιτία, θα προτείνει την κατάλληλη θεραπεία.
Φωτογραφία: iStock