ΧΑΠ: Μια ασθένεια που οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να υποτιμούν
Κατά μέσο όρο, το 36% των ερωτηθέντων που ισχυρίζονται ότι έχουν ακούσει για τη ΧΑΠ αναφέρει ως κύρια πηγή πληροφόρησης τα μέσα ενημέρωσης (συγκεκριμένα ραδιόφωνο και τηλεόραση). Μόνο το 5% περίπου ανέφερε ότι ενημερώθηκε σχετικά με την ασθένεια από γιατρό.
Η πολυπλοκότητα της θεραπείας αποτελεί βασικό παράγοντα που δυσχεραίνει τη συμμόρφωση των ασθενών με τη θεραπεία: το 25% των ερωτηθέντων ισχυρίζονται ότι ενίοτε δεν είναι σε θέση να λαμβάνουν όλα τα φάρμακα που τους έχουν συνταγογραφηθεί.
Η Chiesi, διεθνής όμιλος προϊόντων υγείας με επίκεντρο την έρευνα , παρουσίασε τα στοιχεία σχετικά με την ενημέρωση, την ευαισθητοποίηση και την αντίληψη που έχουν οι Ευρωπαίοι για τη Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας ΧΑΠ. Τα αποτελέσματα προέκυψαν από έρευνα που διεξήγαγε η Eurisko Gfk με τίτλο «ΧΑΠ: γνώσεις, εμπειρίες και επίδραση στην ποιότητα ζωής». Η έρευνα διεξήχθη τόσο στον γενικό πληθυσμό όσο και σε πάσχοντες από τη νόσο, σε δείγμα 4.250 ατόμων, ηλικίας 18 ετών και άνω, από 5 ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Βέλγιο).
Η πάθηση
Η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) είναι προοδευτικά εξελισσόμενη πάθηση που οδηγεί σε εξασθένηση του αναπνευστικού συστήματος, με σοβαρές συνέπειες τόσο σε ιατρικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πάσχουν από τη νόσο ενώ τα ποσοστά νοσηρότητας και θνητότητας είναι υψηλά. Η ελλιπής γνώση σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου και τα συμπτώματα που σχετίζονται με την ασθένεια υποδεικνύει ότι η εν λόγω νόσος υποτιμάται και δεν διαγιγνώσκεται επαρκώς.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η ΧΑΠ προκάλεσε 3 εκατομμύρια θανάτους το 2015.
Σύμφωνα με την Istat (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ιταλίας), το 5,6% του ενήλικου πληθυσμού στην Ιταλία (περίπου 3,5 εκατομμύρια άτομα) πάσχει από τη νόσο, η οποία ευθύνεται για το 55% των θανάτων λόγω αναπνευστικής πάθησης.
Η έρευνα επισημαίνει, ωστόσο, το γεγονός ότι συχνά η νόσος δεν διαγιγνώσκεται και ως εκ τούτου οι ασθενείς υποτιμούν τη σοβαρότητά της.
Η αντίληψη του γενικού πληθυσμού όσον αφορά τον κίνδυνο που σχετίζεται με τη ΧΑΠ παραμένει χαμηλή, παρότι είναι ευρέως γνωστό ότι πρόκειται για σοβαρή ασθένεια και ότι ο υγιεινός τρόπος ζωής και ο τακτικός ιατρικός έλεγχος αποτρέπουν συνήθως την ανάπτυξή της. Κατά μέσο όρο, μόνο το 16% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι διατρέχει κίνδυνο, παρότι γνωρίζει τη σοβαρότητα της νόσου (95%).
Στους κύριους παράγοντες κινδύνου συγκαταλέγονται το κάπνισμα και η ατμοσφαιρική ρύπανση, με ποσοστό 80% και 54%, αντίστοιχα.
Τέλος, πέρα από το χαμηλό επίπεδο αντίληψης του κινδύνου και οι γνώσεις των ασθενών σχετικά με τη νόσο είναι περιορισμένες: το 84% των ερωτηθέντων δεν γνωρίζει κάποιο άτομο που πάσχει από ΧΑΠ. Η Ιταλία βρίσκεται στην τελευταία θέση στο πεδίο αυτό, με το αντίστοιχο ποσοστό να ανέρχεται σε 97%.
Πληροφορίες για τη ΧΑΠ
Κατά μέσο όρο, το 36% των ερωτηθέντων που ισχυρίζονται ότι έχουν ακούσει για τη ΧΑΠ αναφέρει ως κύρια πηγή πληροφόρησης τα μέσα ενημέρωσης (συγκεκριμένα ραδιόφωνο και τηλεόραση). Για τους Ισπανούς ερωτηθέντες, το ποσοστό ανέρχεται σε 56%. Οι κλινικοί γιατροί διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο στην παροχή πληροφοριών: το μέσο ποσοστό ασθενών που αναζητά ιατρική συμβουλή ανέρχεται σε 5% περίπου, με το υψηλότερο ποσοστό να σημειώνεται στο Βέλγιο (15%).
Εξετάζοντας πιο αναλυτικά τις ειδικότητες ιατρών που συμβουλεύονται οι ασθενείς, παρατηρούμε ότι: το 60% απευθύνεται στον οικογενειακό ιατρό, ενώ το 39% σε πνευμονολόγο. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η Μεγάλη Βρετανία, όπου μόνο το 10% των ερωτηθέντων συμβουλεύεται εξειδικευμένο ιατρό. Η επικοινωνία ιατρού-ασθενούς θεωρείται βασική για την πλειονότητα των ερωτηθέντων: κατά μέσο όρο, το 82% των ασθενών δηλώνει ότι πρωταρχικά κριτήρια για την επιλογή ιατρού είναι ο τελευταίος να νοιάζεται πραγματικά και να είναι καλός ακροατής. Οι δεξιότητες και η εξειδίκευση του ιατρού είναι το δεύτερο σημαντικότερο κριτήριο, με ποσοστό 81%.
Η κατανόηση του ασθενούς
Κατά την αλληλεπίδραση μεταξύ ιατρού και ασθενούς, ο ιατρός χρησιμοποιεί την υφιστάμενη ιατρική ορολογία και ο ασθενής κατανοεί ό,τι μπορεί να κατανοήσει, ανάλογα με το πολιτισμικό και γλωσσικό υπόβαθρο που διαθέτει. Τα μέσα ενημέρωσης, οι ειδικοί και οι γενικοί ιατροί έρχονται αντιμέτωποι με την ίδια ασάφεια.
«Ακριβώς επειδή η ΧΑΠ είναι πολύπλοκη πάθηση, πρέπει να καταστεί πιο κατανοητή μέσω της γλώσσας που χρησιμοποιείται από τους επαγγελματίες υγείας», αναφέρει ο Alberto Papi, Καθηγητής και Πρόεδρος του Τομέα Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου της Ferrara και Διευθυντής της Αναπνευστικής Μονάδας ΜΕΘ.
«Συχνά δεν μπορούμε να μεταφέρουμε στους ασθενείς ή σε άτομα που διατρέχουν κίνδυνο βασικές πληροφορίες σχετικά με τη νόσο, τις οποίες φαίνεται ότι μεταδίδουν κυρίως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι η ασθένεια συνοδεύεται από παρανοήσεις και δεν αναγνωρίζεται επαρκώς ως κλινική κατάσταση που πρέπει να προσδιοριστεί, να ταξινομηθεί και να αντιμετωπιστεί σε συνεχή βάση με την κατάλληλη θεραπεία.
Συμμόρφωση
Ομοίως, δεν προκαλεί έκπληξη ούτε ότι η συμμόρφωση με τη θεραπεία είναι ιδιαίτερα χαμηλή, εάν δεν επαναλαμβάνονται οι έλεγχοι για την ορθή χρήση των συσκευών εισπνοής σε κάθε επίσκεψη στον ιατρό. Υπάρχει επομένως ανάγκη να είμαστε περισσότερο διεισδυτικοί όσον αφορά τη διαγνωστική και θεραπευτική διαδρομή των ασθενών με ΧΑΠ, ούτως ώστε να έχουμε τα σημαντικά κλινικά αποτελέσματα που μας προσφέρουν οι υφιστάμενες θεραπευτικές επιλογές».
Θεραπεία και συμμόρφωση με τη θεραπεία:
Η αντίληψη του γενικού πληθυσμού είναι ότι η ΧΑΠ μπορεί να διατηρηθεί υπό έλεγχο με φαρμακευτική αγωγή, αλλά ότι δεν μπορεί να θεραπευτεί (33%). Μόνο το 6% ισχυρίζεται ότι η νόσος μπορεί να θεραπευτεί.
Μεταξύ των ασθενών που λαμβάνουν ήδη θεραπεία: κατά μέσο όρο, το 35% λαμβάνει ένα φαρμακευτικό σκεύασμα (50% των Ιταλών), ενώ το 23% των ερωτηθέντων λαμβάνει 3 ή περισσότερα φαρμακευτικά σκευάσματα.
Η ανάγκη ταυτόχρονης λήψης άνω του ενός φαρμακευτικών σκευασμάτων επηρεάζει τη συμμόρφωση με τη θεραπεία. Συγκεκριμένα, το 25% των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι ενίοτε δεν είναι σε θέση να λαμβάνουν όλα τα φάρμακά τους. Ως εκ τούτου, η πολυπλοκότητα της θεραπείας αποτελεί βασικό παράγοντα μείωσης της συμμόρφωσης με τη θεραπεία.