Οι στατίνες, ως αντιλιπιδαιμικοί παράγοντες που χρησιμοποιούνται ευρέως, λειτουργούν μέσω της αντιφλεγμονώδους δράσης τους και μπορούν να μετριάσουν τα συμπτώματα της λοίμωξης COVID-19.
Σε μία αναδρομική μελέτη 3133 ασθενών με COVID-19 που νοσηλεύτηκαν σε δύο πανεπιστημιακά νοσοκομεία στην Ουχάν, Κίνα από 26/1/2020 έως και 26/3/2020, μελετήθηκε η νοσοκομειακή θνητότητα μεταξύ των ασθενών που έλαβαν στατίνη και όσων δεν έλαβαν.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Κίμων Σταματελόπουλος, Αλέξανδρος Μπριασούλης, και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τη σχετική δημοσίευση στο έγκριτο περιοδικό Nature.
Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν τα 62 έτη, το 49,8% ήταν γυναίκες, και στατίνη έλαβαν 404 (12,9%) ασθενείς. Τα βασικά συμπεράσματα ήταν:
- Συγκριτικά με όσους δεν έλαβαν στατίνες, οι 404 αυτοί ασθενείς ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία, ήταν πιθανότερο να έχουν συννοσηρότητες (στεφανιαία νόσο, σακχαρώδη διαβήτη, δυσλιπιδαιμία, αρτηριακή υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια και κολπική μαρμαρυγή), αλλά είχαν μικρότερες τιμές δεικτών φλεγμονής (IL-2) και χαμηλότερες τιμές δ-διμερών 7 μέρες μετά την εισαγωγή.
- Η ομάδα που έλαβε στατίνες είχε χαμηλότερο κίνδυνο θνητότητας (6,44% vs 10,88%). Και στην υποανάλυση των ασθενών με στεφανιαία νόσο παρατηρήθηκε αυτή η διαφορά.
- Συνολικά περιγράφηκε 87% συνολικά λιγότερος κίνδυνος θνητότητας για όσους λάμβαναν στατίνη, ενώ το όφελος αυτό παρατηρήθηκε και σε όσους είχαν διαγνωστεί με στεφανιαία νόσο, αλλά και σε όσους δεν είχαν.
Με βάση τα αποτελέσματα της αναδρομικής αυτής μελέτης η χρήση στατινών συσχετίστηκε με χαμηλότερο κίνδυνο ενδονοσοκομειακής θνητότητας τόσο σε όσους ασθενείς είχαν στεφανιαία νόσο, όσο και στους υπόλοιπους. Η αναδρομική φύση των δεδομένων αυτών καθιστά αναγκαία την επιβεβαίωση αυτών των ευρημάτων σε τυχαιοποιημένες προοπτικές μελέτες.
φωτό: iStock