Μια λεπτομερής σύγκριση των περιπτώσεων COVID-19 έδωσε τελικά μια πρώτη απάντηση στο γιατί ορισμένα άτομα δεν εμφάνισαν συμπτώματα κορονοϊού από τότε που ξέσπασε η πανδημία.
Μελέτες έχουν αποκαλύψει ότι οι διαταραγμένες αντιικές και ανοσολογικές αποκρίσεις στη λοίμωξη SARS-CoV-2 αποτελούν τη βάση σοβαρών και θανατηφόρων εκβάσεων.
Με βάση μια ανάλυση της γενετικής δραστηριότητας στους ρινικούς ιστούς και το αίμα ατόμων με ανεπιτυχείς λοιμώξεις SARS-CoV-2, μια ομάδα ερευνητών με επικεφαλής το Ινστιτούτο Wellcome Sanger και το University College του Λονδίνου στο Ηνωμένο Βασίλειο ανακάλυψε μια νέα ανοσολογική απόκριση που παρέχει μια ισχυρή άμυνα. Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Nature».
Πως έγινε η έρευνα
Ενώ τα εμβόλια έχουν μειώσει ριζικά τον κίνδυνο θανάτου και σοβαρών επιπλοκών από την COVID-19, δεν εμποδίζουν τον ιό να εισέλθει στο σώμα μας και να εμφανίσουμε συμπτώματα.
Οι ερευνητές μόλυναν σκόπιμα 36 υγιείς εθελοντές ηλικίας 18 έως 30 ετών με ένα στέλεχος του SARS-CoV-2 υπό αυστηρές εργαστηριακές συνθήκες.
Το σημαντικό είναι ότι δεκαέξι από τους συμμετέχοντες δεν είχαν εμβολιαστεί ποτέ και δεν παρουσίασαν σημάδια προηγούμενης λοίμωξης από κορονοϊό.
«Αυτή ήταν μια απίστευτα μοναδική ευκαιρία να δούμε πώς μοιάζουν οι ανοσολογικές αντιδράσεις σε ενήλικες χωρίς προηγούμενο ιστορικό COVID-19, σε ένα περιβάλλον όπου παράγοντες όπως ο χρόνος μόλυνσης και οι συννοσηρότητες μπορούσαν να ελεγχθούν», δήλώνει ο βιολόγος Rik Lindeboom, από το Ολλανδικό Ινστιτούτο Καρκίνου.
Αίμα και ρινικές εκκρίσεις ελήφθησαν από τους εθελοντές για έως και ένα χρόνο μετά τη μόλυνση αναλύθηκαν χρησιμοποιώντας αλληλουχία μονοκυτταρικού RNA, παρέχοντας ένα χρονοδιάγραμμα για τη δραστηριότητα εκατοντάδων χιλιάδων μεμονωμένων κυττάρων με μεγάλη λεπτομέρεια.
Δείτε επίσης: Λεύκη: Αισιόδοξα νέα για τους ασθενείς – Τι αλλάζει στη θεραπευτική αντιμετώπιση
Τι ανακάλυψαν οι ερευνητές
Από αυτό το σύνολο δεδομένων, η ομάδα εντόπισε τρεις κατηγορίες μόλυνσης – παροδική, παρατεταμένη και αποτυχημένη. Ήταν σε αυτήν την τρίτη ομάδα που αποκάλυψαν το «μυστικό όπλο» του σώματος για την αποφυγή του COVID-19.
Οι συμμετέχοντες που δεν νόσησαν εμφάνισαν μια πολύ πιο γρήγορη αντίδραση στους ρινικούς ιστούς τους που περιελάμβανε την ενεργοποίηση των σχετιζόμενων με το βλεννογόνο αμετάβλητα κύτταρα Τ ( MAIT ) και μια πτώση στα λευκά κύτταρα στο αίμα, τα οποία «έδιωξαν» τον ιό προτού εισέλθει στον οργανισμό.
Οι ερευνητές εντόπισαν επίσης αυξημένα επίπεδα του γονιδίου HLA-DQA2 σε ρινικά κύτταρα.
«Αυτά τα ευρήματα ρίχνουν νέο φως στα κρίσιμα πρώιμα γεγονότα που είτε επιτρέπουν στον ιό να επικρατήσει είτε να τον εξαφανίσει γρήγορα πριν εμφανιστούν τα συμπτώματα», λέει ο ανώτερος συγγραφέας της μελέτης Μάρκο Νίκολιτς, καθηγητής πνευμονολογίας στο University College του Λονδίνου.
«Έχουμε τώρα μια πολύ μεγαλύτερη κατανόηση του πλήρους φάσματος των ανοσολογικών αποκρίσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για την ανάπτυξη πιθανών θεραπειών και εμβολίων που μιμούνται αυτές τις φυσικές προστατευτικές αποκρίσεις», προσθέτει.
Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η ανθρώπινη βιολογία αντιμετωπίζει μια ιογενή επίθεση είναι ζωτικής σημασίας εάν θέλουμε να καταπολεμήσουμε όχι μόνο αυτή τη διαρκή απειλή, αλλά και τις ακόμη πιο θανατηφόρες ασθένειες που αναμφίβολα θα συναντήσουμε στο μέλλον.
Φωτογραφία iStock