Οι πάσχοντες από τύπου 2 διαβήτη μπορεί να απαλλαγούν από τη νόσο τους για τουλάχιστον 2 χρόνια, εάν κάνουν αυστηρή δίαιτα επί τρεις μήνες και ύστερα διατηρήσουν το νέο βάρος τους.
Η υποστροφή του διαβήτη παρατηρείται σε περισσότερο από το 60% των ασθενών που δεν ξαναπαχαίνουν όταν διακόψουν την αυστηρή δίαιτα.
Ωστόσο η δίαιτα που πρέπει να κάνουν είναι πολύ δύσκολη και πρέπει να γίνεται μόνο υπό ιατρική παρακολούθηση, αναφέρουν βρετανοί επιστήμονες.
Η σχετική μελέτη πραγματοποιήθηκε σε 149 εθελοντές, ηλικίας 20-65 ετών. Οι άνθρωποι αυτοί έπασχαν από διαβήτη τύπου 2 επί λιγότερο από 6 χρόνια και τον αντιμετώπιζαν με αντιδιαβητικά δισκία.
Οι ερευνητές τους ζήτησαν να διακόψουν όλα τα φάρμακα και να αρχίσουν να τρέφονται μόνο με ειδικά ροφήματα. Τα ροφήματα αυτά τους παρείχαν μόλις 825-853 θερμίδες την ημέρα.
Οι εθελοντές τράφηκαν με τα ροφήματα για 12-20 εβδομάδες. Ύστερα, άρχισαν σταδιακά να βάζουν στερεά τροφή στη διατροφή τους. Όταν ολοκληρώθηκε και αυτή η φάση (διήρκησε 2-8 εβδομάδες), ακολούθησαν ένα πρόγραμμα συντήρησης.
Στη διάρκεια του προγράμματος συντήρησης μπορούσαν να επαναλάβουν για λίγες μέρες την υγρή δίαιτα, αν έβλεπαν ότι πήραν βάρος.
Τα αποτελέσματα
Στη διάρκεια της περιόδου της αυστηρής δίαιτας, οι περισσότεροι ασθενείς έχασαν πάνω από 10 κιλά. Μερικοί ξεπέρασαν ακόμα και τα 15-17 κιλά.
Την απώλεια αυτή πολλοί διατηρούσαν ένα ή και δύο χρόνια μετά το τέλος της αυστηρής δίαιτας.
Στην πραγματικότητα, στα δύο έτη από την αυστηρή δίαιτα οι 36 από τους ασθενείς ζύγιζαν τουλάχιστον 10 κιλά λιγότερα απ’ ό,τι κατά την έναρξή της. Από αυτούς, οι 29 (ποσοστό 64%) είχαν ταυτοχρόνως υποστροφή του διαβήτη τους και δεν έπαιρναν φάρμακα.
Υπήρχαν επίσης άλλοι 24 ασθενείς με υποστροφή του διαβήτη, οι οποίοι διατηρούσαν απώλεια βάρους κάτω των 10 κιλών.
Συνολικά, 53 από τους ασθενείς (το 36% του αρχικού αριθμού) παρέμεναν χωρίς φάρμακα.
«Τα ευρήματα αυτά είναι πολύ σημαντικά και μπορεί να κάνουν τη διαφορά στην εξάπλωση του τύπου 2 διαβήτη», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Dr. Roy Taylor, καθηγητής στο Ινστιτούτο Κυτταρικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Νιούκασλ.
Η νέα μελέτη δημοσιεύεται στην ιατρική επιθεώρηση Lancet Diabetes and Endocrinology.