O προδιαβήτης, o διαβήτης και o καρδιαγγειακός κίνδυνος είναι τρεις καταστάσεις που συνδέονται στενά μεταξύ τους. Ο διαβήτης τετραπλασιάζει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο στους άνδρες, ενώ στις γυναίκες με διαβήτη φαίνεται ότι, ενώ ο κίνδυνος είναι ίδιος με τους άνδρες σε όλες τις ηλικίες, μετά την εμμηνόπαυση εξαπλασιάζεται.
Η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (AHA) επισημαίνει ότι δύο στους τρεις ανθρώπους με διαβήτη πεθαίνουν από καρδιακή νόσο.
Ακόμα και στο στάδιο του προδιαβήτη, όμως, αν και οι τιμές της γλυκόζης στο αίμα δεν είναι πολύ υψηλές, ο κίνδυνος ήδη διπλασιάζεται και, σύμφωνα με κάποιες μελέτες, τετραπλασιάζεται.
Ο πρωταρχικός στόχος της θεραπείας στον διαβήτη είναι η μείωση του κίνδυνου των επιπλοκών που είναι στενά συνδεδεμένες μαζί του. Δηλαδή, η μείωση της αυξημένης θνησιμότητας από καρδιαγγειακά, σύμφωνα με τις σύγχρονές θεραπευτικές οδηγίες του 2018. Ο κίνδυνος αυτός ξεκινά πριν ακόμη ο διαβήτης διαγνωσθεί και είναι παρών κατά την διάρκεια της ζωής, ακόμα και αν υπάρχει σχετικά καλή ρύθμιση.
«Αυτές οι τραγικές στατιστικές μας βοήθησαν να καταλάβουμε ότι στον διαβήτη η πρόωρη γήρανση των αγγείων μας (αρτηριοσκλήρυνση), ξεκινά νωρίτερα, πολύ πριν την εμφάνιση και διάγνωση του διαβήτη, πιθανά δηλαδή από τα παιδικά μας χρόνια και σίγουρα στο στάδιο του προδιαβήτη», αναφέρει ο κος Αντώνιος Λέπουρας, παθολόγος – διαβητολόγος, διευθυντής Παθολογικής – Διαβητολογικής Κλινικής Διαβητολογικού Κέντρου Metropolitan General.
Ο προδιαβήτης χαρακτηρίζεται από τιμές του σακχάρου στο αίμα λίγο υψηλότερες από το φυσιολογικό, αλλά όχι τόσο υψηλές για να έχουμε διαβήτη που να χρειάζεται θεραπεία (Σάκχαρα νηστείας από 100mg/dl ως 125mg/dl, ή και μεταγευματικά (2ώρες μετά), από 140 ως 199 mg/dl). «Αυτό που είναι τραγικά εντυπωσιακό είναι ότι ήδη στα άτομα που βρίσκονται στο, στάδιο του προδιαβήτη, ο κίνδυνος για καρδιαγγειακά επεισόδια δυστυχώς είναι διπλάσιος από συνομήλικους με παραπλήσιο τρόπο ζωής και ίδιο εργαστηριακό έλεγχο, αλλά χωρίς σχετικά αυξημένα σάκχαρα, μεταγευματικά ή νηστείας», τονίζει ο κος Λέπουρας.
Χαρακτηριστικά, σε νεότερες ηλικίες το 40-50% των εμφραγμάτων είναι σε άτομα με προδιαβήτη! Το γεγονός αυτό αποτελεί πρόκληση για τους επιστήμονες, οι οποίοι έχουν εστιάσει στους τρόπους μείωσης του κινδύνου και της θνησιμότητας.
Η σημασία της έγκαιρης διάγνωσης
Η πρώιμη διάγνωση και θεραπευτική αγωγή των παραγόντων κινδύνου (κάπνισμα, υπερλιπιδαιμία, υπέρταση, έλλειψη σωματικής άσκησης) μειώνει σημαντικά τα καρδιαγγειακά επεισόδια. Πολλές μελέτες στο παρελθόν (UKPDS, DCCT) έχουν αποδείξει τη σημασία της πρώιμης και καλής ρύθμισης του διαβήτη, στη πρόληψη των επιπλοκών. Σύμφωνα με τους επικεφαλείς συγγραφείς, μελέτης που παρουσιάστηκε σε συνέδριο της ΑΗΑ στη Βαλτιμόρη » Πρώιμη Διάγνωση του διαβήτη σε ασθενείς είναι σημαντική εξαιτίας του ρόλου που διαδραματίζει ο διαβήτης στην καρδιακή νόσο». Με την αναγνώριση και τη θεραπεία του διαβήτη έγκαιρα, εκτός από τη λήψη φαρμάκων και με αλλαγές στον τρόπο ζωής, μπορούν να αποφευχθούν οι επικίνδυνες καρδιαγγειακές επιπλοκές.
«Ένας σημαντικός λόγος για τη διάγνωση του διαβήτη, έστω και κατά τη στιγμή της καρδιακής προσβολής, είναι ότι μπορεί η διάγνωση να καθοδηγήσει την θεραπεία και φυσικά μέσω της διατροφής, της άσκησης, αλλά και μικρής απώλειας βάρους, να προλάβει νέες καρδιαγγειακές επιπλοκές», τονίζει ο κος Λέπουρας.
Διάγνωση με χρονοκαθυστέρηση
Η διάγνωση του διαβήτη δυστυχώς καθυστερεί μέχρι και 9 χρόνια από την έναρξη του, ενώ αρκετές φορές τίθεται αφού συμβούν οι συχνά δραματικές επιπλοκές του.
Υπολογίζεται ότι το 30% των διαβητικών και η πλειονότητα των ατόμων με προδιαβήτη αγνοεί την διάγνωση και τον συσχετιζόμενο καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Μελέτη που παρουσιάστηκε σε συνέδριο της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας στη Βαλτιμόρη (2014) αναφέρει :
Σε 10% των ασθενών που είχαν πρόσφατα διαγνωστεί και βρίσκονταν σε θεραπεία για καρδιακή προσβολή, μετά την έξοδο τους από το νοσοκομείο αναγνωρίσθηκε συνύπαρξη αρρύθμιστου διαβήτη, που δεν είχε μέχρι τότε ανακαλυφθεί.
Για τη μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία από περισσότερους από 2.800 ασθενείς με καρδιακή προσβολή που υποβλήθηκαν σε θεραπεία σε 24 νοσοκομεία σε όλη την Βόρεια Αμερική (Ηνωμένες Πολιτείες). Οι ασθενείς αυτοί δεν είχαν διαγνωστεί με διαβήτη κατά την είσοδό τους στο νοσοκομείο.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 10% των ασθενών είχαν πρόσφατα διαγνωστεί με διαβήτη ενώ δηλαδή ήταν ήδη σε θεραπεία για την καρδιακή προσβολή τους. Ωστόσο, λιγότερο από το ένα τρίτο των ασθενών αυτών έλαβαν υλικό εκπαίδευσης ή φάρμακα για τον διαβήτη, όταν έλαβαν εξιτήριο από το νοσοκομείο.
Αποτυχία στη διάγνωση –«Κενό» στην αντιμετώπιση
Γιατροί στο νοσοκομείο, απέτυχαν να αναγνωρίσουν διαβήτη στο 69% των ασθενών που ήταν προηγουμένως αδιάγνωστοι, σύμφωνα με τη μελέτη.
Οι γιατροί ήταν περισσότερο από 17 φορές πιο πιθανό να αναγνωρίσουν «διαβήτη», εφόσον ελέγχετο η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (A1C) των ασθενών, κατά τη διάρκεια της καρδιακής προσβολής, και ήταν ακόμη πιο πιθανό να το πράξουν όσο υψηλότερα ήταν τα επίπεδα της A1c.
Έξι μήνες μετά την έξοδο από το νοσοκομείο, είχε ξεκινήσει τη λήψη φαρμάκων για το διαβήτη λιγότερο από το 7% των ασθενών, από αυτούς που δεν είχαν αναγνωριστεί ως πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη κατά τη διάρκεια της καρδιακής προσβολής στο νοσοκομείο.
Για εκείνους που βρέθηκε να πάσχουν από διαβήτη κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο νοσοκομείο, μόνο το 71% είχε αρχίσει φαρμακευτική αγωγή του διαβήτη.
«Αναγνωρίζοντας τα άτομα με διαβήτη- προδιαβήτη και θεραπεύοντάς τα σε πρώιμο στάδιο μπορούμε να αποτρέψουμε καρδιαγγειακές επιπλοκές.
Νεότερες θεραπευτικές φαρμακευτικές κατηγορίες (SGLT2 RA, GLP1 ), πλην της δραστικής συμβολής τους στην ρύθμιση, φαίνεται ότι μειώνουν σημαντικά τις καρδιαγγειακές επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη.
Θεραπεία βέβαια, σημαίνει, επίσης, αλλαγή τρόπου ζωής και διατροφής, θεραπεία υπερλιπιδαιμίας και υπέρτασης αν υπάρχουν και φυσικά, διακοπή καπνίσματος» εξηγεί ο κος Λέπουρας.