Διαβήτης: Λιγότερες υπογλυκαιμίες με τις νέες θεραπείες

  • Ρούλα Τσουλέα
Σύλλογος Ατόμων με Σακχαρώδη Διαβήτη
Οι υπογλυκαιμίες είναι ο μεγάλος φόβος των ατόμων με διαβήτη τύπου 2, που διστάζουν να αρχίσουν θεραπεία με ινσουλίνη.

Σημαντικό εμπόδιο στην αντιμετώπιση του διαβήτη αποτελεί ο φόβος για υπογλυκαιμία, που αποτρέπει πολλά άτομα να κάνουν σωστά τη θεραπεία τους.

Η κατάσταση προκαλείται από την σημαντική μείωση των επιπέδων σακχάρου και κατά κανόνα είναι ιατρογενής. Αυτό σημαίνει ότι προκαλείται από θεραπείες που λαμβάνουν οι ασθενείς για να ρυθμίσουν το σάκχαρό τους. Οι θεραπείες αυτές είναι η ινσουλίνη και τα φάρμακα που αυξάνουν την έκκρισή της.

Διεθνείς και ελληνικές μελέτες αποκαλύπτουν ότι η εμφάνιση έστω και ενός επεισοδίου υπογλυκαιμίας «φρενάρει» τη θεραπεία. Και αυτό, διότι για να προστατευθούν οι ασθενείς μειώνουν τις δόσεις των φαρμάκων τους ή τα διακόπτουν εντελώς.

Όπως εξηγεί ο καθηγητής Παθολογίας Νίκος Τεντολούρης, διευθυντής του Διαβητολογικού Κέντρου στο Νοσοκομείο Λαϊκό και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εσωτερικής Παθολογίας, η συχνότητα των υπογλυκαιμιών είναι πολύ μεγαλύτερη στα άτομα με διαβήτη τύπου 1.

Υπολογίζεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών αυτών εμφανίζουν συχνά υπογλυκαιμία. Επιπλέον, κάθε ασθενής βιώνει τουλάχιστον 1-2 σοβαρές υπογλυκαιμίες τον χρόνο.

Από τους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, το 10-20% όσων παίρνουν αντιδιαβητικά δισκία επίσης παρουσιάζουν υπογλυκαιμία. Το ίδιο και το 36% όσων παίρνουν ινσουλίνη. Επιπλέον, το 7,3% των ασθενών εκδηλώνουν σοβαρή υπογλυκαιμία.

«Η υπογλυκαιμία αρχίζει όταν το σάκχαρο πέσει κάτω από τα 70 mg/dl, συχνά κάτω από τα 60 mg/dl», εξηγεί ο κ. Τεντολούρης. «Όταν, όμως, μειωθεί πολύ, πιθανώς κάτω από 40 mg/dl, και το άτομο χρειάζεται βοήθεια για να την αντιμετωπίσει, τότε είναι σοβαρή».

Τα φάρμακα

Για την αντιμετώπιση του διαβήτη υπάρχουν διάφορα φάρμακα, αλλά χορηγούνται αναλόγως με τον τύπο του.

Ο διαβήτης τύπου 1 αντιμετωπίζεται μόνο με ινσουλινοθεραπεία. Ο τύπου 2 μπορεί να αντιμετωπιστεί με φάρμακα ή/και ινσουλίνη.

«Η θεραπεία του διαβήτη τύπου 2 αρχίζει πάντοτε με δισκία», εξηγεί ο κ. Τεντολούρης. «Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες, πρώτη γραμμή θεραπείας είναι η μετφορμίνη. Η δεύτερη γραμμή θεραπείας είναι οι σουλφονυλουρίες, η πιογλιταζόνη, οι αναστολείς του DPP4, οι αναστολείς των συμμεταφορέων γλυκόζης νατρίου και οι αγωνιστές του GLP-1. Και η τρίτη γραμμή η ινσουλίνη».

Αυτό σημαίνει ότι η θεραπεία του διαβήτη τύπου 2 αρχίζει πάντοτε με μετφορμίνη. Αργότερα, ανάλογα με το επίπεδο ρύθμισης του σακχάρου μπορεί να προστεθούν και άλλα φάρμακα. Και τελικά μπορεί να χρειασθεί ινσουλίνη.

Ωστόσο όταν ένας ασθενής έχει πολύ αυξημένο σάκχαρο, μπορεί να αρχίσει ινσουλίνη ως 2η γραμμή θεραπείας, σε συνδυασμό με μετφορμίνη.

«Πολύ αυξημένο σάκχαρο» σημαίνει ότι θα είναι πάνω από 250 mg/dl ή η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) στο αίμα του θα είναι πάνω από 8,5%.

Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη είναι μία εξέταση που δείχνει τη μέση τιμή του σακχάρου κατά τους τελευταίους 2-3 μήνες. Στους υγιείς ανθρώπους πρέπει να είναι κάτω από 5,7% και στα άτομα με διαβήτη γενικά κάτω από 7%.

«Δυστυχώς, στην Ελλάδα οι περισσότεροι γιατροί δεν χορηγούν ινσουλίνη αν δεν περάσουν πολλά χρόνια θεραπείας με χάπια», λέει ο κ. Τεντολούρης. «Αυτό είναι λάθος, διότι η διάρκεια της θεραπείας δεν είναι παράγοντας καθορισμού της θεραπείας. Η ινσουλίνη πρέπει να αρχίζει όταν την χρειάζεται ο ασθενής και να μην καθυστερεί».

Ποια προκαλούν υπογλυκαιμία

Από τα προαναφερθέντα φάρμακα, η μετφορμίνη, η πιογλιταζόνη, οι αναστολείς του DPP4, οι αναστολείς των συμμεταφορέων γλυκόζης νατρίου και οι αγωνιστές του GLP-1 πολύ σπάνια προκαλούν υπογλυκαιμία, κατά τον κ. Τεντολούρη.

Αντίθετα, οι σουλφονυλουρίες και η ινσουλίνη μπορεί να προκαλέσουν υπογλυκαιμίες.

«Οι ασθενείς φοβούνται τρία πράγματα όσον αφορά την  ινσουλίνη: τις ενέσεις, τις υπογλυκαιμίες και την αύξηση του σωματικού βάρους», συνεχίζει ο καθηγητής. «Ωστόσο οι υπογλυκαιμίες με τις σύγχρονες ινσουλίνες είναι πολύ λίγες έως σπάνιες. Επιπλέον, με πολλές από αυτές οι ασθενείς δεν παίρνουν καθόλου κιλά. Όσον αφορά τις ενέσεις, αυτές είναι πια σχεδόν ανώδυνες γιατί οι βελόνες είναι πολύ λεπτές».

Παρ’ όλα αυτά, οι γιατροί συχνά δίνουν μάχη για να πείσουν τους ασθενείς με τύπου 2 διαβήτη να αρχίσουν την ινσουλίνη. Και όταν την αρχίζουν, ο μεγάλος κίνδυνος είναι οι υπογλυκαιμίες κατά τις 12 πρώτες εβδομάδες της ινσουλινοθεραπείας, όταν γίνεται η λεγόμενη τιτλοποίηση.

Η διαδικασία αυτή συνίσταται σε σταδιακή αύξηση των μονάδων ινσουλίνης που παίρνει ο ασθενής, έως ότου επιτευχθεί το επιθυμητό επίπεδο σακχάρου.

Διεθνείς έρευνες έχουν δείξει ότι έπειτα από μία υπογλυκαιμία στη φάση αυτή, ποσοστό έως 77% των ασθενών μειώνουν την ινσουλίνη που λαμβάνουν, ακόμα κι αν μείνει αρρύθμιστο το σάκχαρό τους.

Επιπλέον, το 80% ζουν με τον συνεχή φόβο ότι θα πάθουν και άλλη υπογλυκαιμία.

Η πιο επίφοβη για τους ασθενείς είναι η υπογλυκαιμία που συμβαίνει τη νύχτα.

Νέες ινσουλίνες

Τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας μειώνουν σημαντικά οι νεότερες βασικές ινσουλίνες. Νέα δεδομένα, λ.χ., που παρουσιάστηκαν τον περασμένο μήνα στο  54ο Ετήσιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) έδειξαν ότι οι ασθενείς που λαμβάνουν νεότερες βασικές ινσουλίνες  έχουν λιγότερα επεισόδια υπογλυκαιμίας.

Έχουν επίσης σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να πάθουν έστω και ένα επεισόδιο υπογλυκαιμίας.

Μία άλλη μελέτη έδειξε  ότι οι ασθενείς που αρχίζουν την ινσουλινοθεραπεία με νέας γενιάς ινσουλίνη, έχουν 25% λιγότερα σοβαρά υπογλυκαιμικά επεισόδια.

Η μείωση των υπογλυκαιμιών είναι πολύ σημαντική, διότι όσο σπανιότερα εμφανίζονται, τόσο πιθανότερο είναι να συμμορφωθούν οι ασθενείς στη θεραπεία τους. Και αυτό είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητο, δεδομένου ότι τουλάχιστον οι μισοί πάσχοντες από διαβήτη στη χώρα μας είναι αρρύθμιστοι.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Υπογλυκαιμία: 5 μύθοι που δεν πρέπει να πιστεύετε

Υπογλυκαιμία: Η αιτία της δεν είναι μόνο ο διαβήτης

Υπογλυκαιμία: Ποια είναι τα ύποπτα συμπτώματα, πότε να ανησυχήσετε

Τί να κάνετε εάν πάθετε υπογλυκαιμία