Σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα σχεδόν οι μισοί πάσχοντες από διαβήτη σε όλο τον κόσμο (205 εκατομμύρια από τα συνολικά 422 εκατομμύρια, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας) είναι γυναίκες, με τον αντίστοιχο αριθμό το 2040 να υπολογίζεται ότι θα έχει αυξηθεί σε 313 εκατομμύρια.
Τα παραπάνω ανέφεραν σήμερα σε κοινή Συνέντευξη Τύπου ειδικοί από την Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία-Πανελλήνια Ένωση Ενδοκρινολόγων, την European Society of Endocrinology, την ECAS και την Ευρωπαϊκή Ένωση Ειδικευμένων Ιατρών (UEMS), με θέμα «Η σύγχρονη αντιμετώπιση του διαβήτη: Ευρώπη και Ελλάδα» που πραγματοποιήθηκε με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Διαβήτη η οποία εφέτος είναι αφιερωμένη στις γυναίκες.
Όπως εξήγησαν ο πρόεδρος της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας – Πανελλήνιας Ένωσης Ενδοκρινολόγων Δρ. Ζαδάλλα Μούσλεχ, Πανεπιστημιακός Υπότροφος Α΄ Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ, η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών Δρ. Ευανθία Διαμάντη-Κανδαράκη, Γενική Γραμματέας της ΕΕΕ-ΠΕΕ και Διευθύντρια του Τμήματος Ενδοκρινολογίας και Διαβήτη του Θεραπευτηρίου ΥΓΕΙΑ, και η καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Περούτζια, στην Ιταλία, Δρ. Γεωργία Κάσση, Ειδ. Γραμματέας Εκπαίδευσης της ΕΕΕ-ΠΕΕ και Διευθύντρια του Ενδοκρινολογικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Νικαίας.
Ιδιαιτέρως η καθηγήτρια κ. Διαμάντη-Κανδαράκη διευκρίνισε ότι δύο στις πέντε γυναίκες με διαβήτη (ή πάνω από 60 εκατομμύρια) είναι αναπαραγωγικής ηλικίας, ενώ η νόσος αποτελεί την 9η κύρια αιτία θανάτου για τις γυναίκες με 2,1 εκατομμύρια θύματα κάθε χρόνο. Οι γυναίκες με τύπου 2 διαβήτη έχουν σχεδόν 10 φορές περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν καρδιοπάθεια συγκριτικά με τις υγιείς συνομήλικές τους, ενώ οι γυναίκες με τύπου 1 διαβήτη που μένουν έγκυες έχουν αυξημένο κίνδυνο αποβολής ή απόκτησης μωρού με δυσμορφίες, εάν δεν έχουν την κατάλληλη φροντίδα.
Οι γυναίκες με ΣΔ τύπου 1 συχνά εμφανίζουν σημαντική έκπτωση του αναπαραγωγικού τους δυναμικού, η οποία κλινικά εκφράζεται ως καθυστέρηση της εμμηναρχής, διαταραχές εμμήνου ρύσης, και πρωιμότερη εμμηνόπαυση, σε σχέση με υγιείς γυναίκες. Διαταραχές εμμήνου ρύσης και μειωμένη αναπαραγωγική ικανότητα έχουν επίσης παρατηρηθεί και σε γυναίκες με ΣΔ τύπου 2.
Ειδικότερα τόνισε η κ. Διαμάντη ότι η συνηθέστερη μορφή συνύπαρξης σακχαρώδη διαβήτη και μειωμένης γονιμότητας της γυναίκας είναι το Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (ΣΠΩ). Συγκεκριμένα, 30-40% των γυναικών με ΣΠΩ παρουσιάζουν διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη, μία προδιαβητική κατάσταση, ενώ 7.5-10% των γυναικών με ΣΠΩ έχουν ΣΔ2, ποσοστά σημαντικά μεγαλύτερα σε σύγκριση με συνομήλικες υγιείς γυναίκες. Οι γυναίκες με ΣΠΩ εμφανίζουν διαταραχές εμμήνου ρύσης, υπερανδρογοναιμία και υπογονιμότητα.
Μάλιστα, αρκετά συχνά, είναι απαραίτητη η χρήση μεθόδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, ώστε να επιτευχθεί κύηση. Θεραπευτική αντιμετώπιση του ΣΔ2 και επίτευξη των γλυκαιμικών στόχων μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο ποσοστό κυήσεων και τελειόμηνων νεογνών
Με την σωστή θεραπευτική επιλογή, για τον Διαβήτη, διασφαλίζεται όχι μόνο η καλή ποιότητα ζωής, αλλά και η επίτευξη ενός από τους υψηλότερους στόχους μίας γυναίκας που είναι η τεκνοποίηση.
Από την πλευρά της, η Δρ. Κάσση αναφέρθηκε στις επιπτώσεις του διαβήτη στην εφηβική ηλικία. «Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι και στα δύο φύλα ο διαβήτης τύπου 1 συχνά σχετίζεται με καθυστέρηση της ενήβωσης, δηλαδή τα παιδιά αργούν να ψηλώσουν ή να παρουσιάσουν δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου (π.χ. στήθος τα κορίτσια, αυξημένη τριχοφυΐα τα αγόρια)», είπε.
«Η καθυστέρηση αυτή μπορεί να οφείλεται σε διάφορους ενδοκρινικούς παράγοντες, που συνήθως εμφανίζονται συνδυαστικά μεταξύ τους, όπως στην ινσουλινοπενία (έλλειψη ινσουλίνης), την αυξημένη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) και την μείωση της αποτελεσματικότητας της ινσουλίνης που λαμβάνουν οι ανήλικοι ασθενείς».
Ειδικά στα κορίτσια εφηβικής ηλικίας, πρόσθετο πρόβλημα είναι ότι η έναρξη της εμμήνου ρύσεως μπορεί να συνοδεύεται από αυξομειώσεις του σακχάρου, εξαιτίας των ορμονικών αλλαγών που την χαρακτηρίζουν.
Τα κορίτσια με διαβήτη που εμφανίζουν τέτοιες αυξομειώσεις πρέπει να κάνουν τα εξής, κατά την Δρ. Κάσση:
1. Να είναι εξαιρετικά προσεκτικά κατά την αύξηση ή μείωση των μονάδων ινσουλίνης που παίρνουν.
2. Να φροντίσουν να ακολουθούν ένα πρόγραμμα διατροφής, με σταθερές ώρες κατά τις οποίες θα τρώνε (απαγορεύεται το τσιμπολόγημα).
3. Να περιορίσουν την κατανάλωση αλατιού, σοκολάτας, αλκοόλ και καφεΐνης.
4. Εάν τα επίπεδα του σακχάρου (γλυκόζης) αυξάνονται τις μέρες πριν από την έμμηνο ρύση, πρέπει να αυξήσουν την άσκηση και να αποφεύγουν τους υδατάνθρακες. Αντίθετα, εάν είναι χαμηλά τα επίπεδα γλυκόζης, συνιστάται μείωση της άσκησης και αύξηση των υδατανθράκων.
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι η εμμηνόπαυση αποτελεί δύσκολη περίοδο για τις γυναίκες με διαβήτη πρόσθεσε η Δρ. Κάσση, με αυξημένο τον κίνδυνο καρδιακών προβλημάτων. Και αυτό διότι οι αλλαγές του μεταβολισμού που υπάρχουν κατά την εμμηνόπαυση αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 και ακολούθως καρδιαγγειακών προβλημάτων, αφού ο διαβήτης επηρεάζει τη συγκέντρωση των τριγλυκεριδίων και της χοληστερόλης περισσότερο στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες.
Επιπλέον, η αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου φαίνεται πως είναι πιο δύσκολη στις γυναίκες. Αυτό ίσως οφείλεται στο ότι ο οργανισμός τους ανταποκρίνεται διαφορετικά στα φάρμακα απ’ ό,τι στους άνδρες (π.χ. οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη αντίσταση στα φάρμακα για την υπέρταση, στις στατίνες για την χοληστερόλη αλλά και στην ασπιρίνη), πρόσθεσε η Δρ. Κάσση.
Ο Δρ. Μούσλεχ, τέλος, επισήμανε ότι με κεντρικό άξονα την φροντίδα των ασθενών και την καλύτερη αντιμετώπιση της αυξημένης νοσηρότητας του ΣΔ με την πάροδο του χρόνου, ’’η Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία – Πανελλήνια Ένωση Ενδοκρινολόγων’’ έχει αναπτύξει πολλαπλούς κύκλους ενημέρωσης τόσο του κοινού και άλλων επαγγελματιών Υγείας για το σακχαρώδη διαβήτη.
Επιπλέον οι ενδοκρινολόγοι διαθέτουν το απαραίτητο θεωρητικό υπόβαθρο και την απαιτούμενη κλινική εμπειρία για να αντιμετωπίζουν επαρκώς όχι μόνο τα χρόνια περιστατικά του διαβήτη, αλλά και την ορμονική συννοσηρότητα, θέτοντας τις βάσεις για την ορθή αντιμετώπιση και την άριστη ρύθμιση από τη στιγμή της διάγνωσης».
Τέλος, ο Δρ. Anton Luger (Professor of Medicine President of the UEMS Section of Endocrinology Head of the Division of Endocrinology and Metabolism Medical University and General Hospital of Vienna Austria) υπογράμμισε ότι «ο σακχαρώδης διαβήτης δεν είναι μία μεμονωμένη ασθένεια, αλλά πολλαπλές ασθένειες με πολλές πλευρές, που σχετίζονται με αυξημένη συννοσηρότητα και πιθανές μακροπρόθεσμες επιπλοκές».
Και συνέχισε: «Πολλές από τις νεότερες θεραπείες οι οποίες πρόσφατα απεδείχθη ότι παρέχουν ωφέλιμες επιδράσεις, πέραν του γλυκαιμικού ελέγχου, βασίζονται σε ενδοκρινολογικές αρχές. Επιπλέον, η ιατρική έρευνα για τις μελλοντικές θεραπείες του διαβήτη βασίζονται σε ορμόνες διαφορετικές από την ινσουλίνη. Επομένως, απαιτείται βαθιά γνώση και εμπειρία στην Ενδοκρινολογία και τον Μεταβολισμό για να εξασφαλιστεί ότι οι ασθενείς με διαβήτη και προδιαβήτη θα λάβουν την αρμόζουσα φροντίδα που χρειάζονται για να αποφευχθούν περαιτέρω ατομικές και κοινωνικο-οικονομικές βλάβες».
Και κατέληξε: «Ο Τομέας Ενδοκρινολογίας της UEMS, του οποίου ο σκοπός είναι να εξασφαλίσει το υψηλότερο επίπεδα εκπαίδευσης, ιατρικής πρακτικής και φροντίδας υγείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανανέωσε προσφάτως στην Ολομέλειά του την πεποίθησή του ότι ο Σακχαρώδης Διαβήτης αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Ενδοκρινολογίας και ότι αυτό πρέπει να αντανακλάται στην εκπαίδευση και την φροντίδα των ασθενών. Κάθε προσπάθεια να διαχωριστεί ο Σακχαρώδης Διαβήτης από την Ενδοκρινολογία αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση της ποιότητας της φροντίδας προς τους ασθενείς».