Η ανάπτυξη των συστημάτων συνεχούς παρακολούθησης γλυκόζης (CGM), τα οποία καθίστανται ολοένα και πιο ακριβή στην αποτύπωση των επιπέδων γλυκόζης σε πραγματικό χρόνο, οδήγησε στην ανάδειξη ενός νέου τρόπου ρύθμισης της γλυκόζης: το Time in Range (TIR) ή αλλιώς τη διάρκεια παραμονής των διαβητικών ασθενών εντός του επιθυμητού εύρους στις τιμές σακχάρου στο αίμα, συνήθως μεταξύ 70mg/dl και 180mg/dl.
Το TIR είναι ένας νέος δείκτης που γνωρίζει ευρεία αποδοχή διεθνώς και έρχεται να γεφυρώσει το κενό́ παρακολούθησης ανάμεσα στις στατικές παραμέτρους των μεμονωμένων μετρήσεων σακχάρου και της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c).
Χάρη στο δείκτη TIR και τη δυνατότητα για δυναμικό ημερήσιο γλυκαιμικό έλεγχο που προσφέρει, ο επαγγελματίας Υγείας που ασχολείται με τον σακχαρώδη διαβήτη μπορεί να κάνει ουσιαστικές παρεμβάσεις προς όφελος των ασθενών του.
Η παράμετρος που κάνει τη διαφορά
Ενδεικτικά, σε ένα παράδειγμα με τρεις διαφορετικούς διαβητικούς ασθενείς με κοινή μέτρηση γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) στο 7%, που όμως να έχουν TIR 40%, 70% και 100% αντίστοιχα, γίνεται προφανές ότι εξετάζοντας μόνο με τα επίπεδα γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης καταλήγουμε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι και οι τρεις ασθενείς έχουν εξίσου ικανοποιητική́ ρύθμιση.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική. Σύμφωνα με τον δείκτη TIR, μόνο ο τρίτος ασθενής έχει ορθή γλυκαιμική ρύθμιση, επιτυγχάνοντας οι τιμές σακχάρου στο αίμα να είναι εντός του επιθυμητού εύρους επί 24ώρου βάσεως.
Αντίθετα, ο πρώτος ασθενής επιτυγχάνει τον επιθυμητό στόχο μόνο επί 9,6 ώρες το 24ωρο (40% του 24ωρου). Αντίστοιχα, ο δεύτερος τον επιτυγχάνει για 16,8 ώρες το 24ωρο (70% του 24ωρου).
Προγνωστική αξία
Πρόσφατες μελέτες απέδειξαν ισχυρή σύνδεση ανάμεσα στο TIR και τις μικροαγγειακές επιπλοκές του διαβήτη, ιδιαίτερα τη μικροαλβουμινουρία, την αμφιβληστροειδοπάθεια και τη διαβητική νευροπάθεια.
Άλλες μελέτες έδειξαν πως για κάθε 10% αλλαγής στο TIR, σημειώνεται 0,8% μεταβολή στη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη. Ο δείκτης TIR αποδείχθηκε δε τόσο κομβικός, ώστε ενδεχομένως να αποτελέσει καταληκτικό σημείο σε μελλοντικές κλινικές μελέτες.
Η προγνωστική́ αξία του νέου δείκτη έχει μελετηθεί σε διάφορες ομάδες, όπως οι έγκυοι, στις οποίες η μείωση του δείκτη στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης οδήγησε σε αυξημένο κίνδυνο εμβρυικής μακροσωμίας, δυστοκία ώμων και υπογλυκαιμίας του νεογνού, θέτοντας το TIR πάνω από 70% ως στόχο για μια ιδανική εγκυμοσύνη.
Επίσης, σε ασθενείς που νοσηλεύονται σε μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ), καταδείχθηκε πως αν το TIR είναι πάνω από 80% ακόμα και σε μη διαβητικούς ασθενείς, η εξέλιξη (λοίμωξη, διάρκεια διασωλήνωσης, παραμονή στη μονάδα) ήταν εμφανώς ευνοϊκότερη.
Συνεχής καταγραφή
Η μέτρηση του TIR βασίζεται στη συνεχή καταγραφή του σακχάρου στο αίμα με τις σύγχρονες συσκευές συνεχούς παρακολούθησης γλυκόζης (CGM) για 14 μέρες ή και με τη χρήση του αισθητήρα καταγραφής σε ασθενείς που έχουν αντλία ινσουλίνης.
Η μέτρηση του TIR με απλό σακχαρόμετρο προϋποθέτει τη μέτρηση νυχθημερόν ανά 5 λεπτά και ως εκ τούτου δεν συνιστά ρεαλιστική επιλογή.
Συμπερασματικά, η χρήση του TIR μπορεί να βελτιώσει ουσιαστικά τη γλυκαιμική ρύθμιση, περιορίζοντας τον κίνδυνο σημαντικών επιπλοκών του διαβήτη και διασφαλίζοντας καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ασθενείς.
Ο Δρ. Γεράσιμος Καρούσος είναι παθολόγος – διαβητολόγος, διευθυντής Παθολογικής Κλινικής στο Ιατρικό Ψυχικού
Φωτογραφία: iStock