Διχασμένη η Ευρώπη στη μάχη κατά του καπνίσματος – Παλαιές vs νέων στρατηγικών

  • Ρούλα Τσουλέα
κάπνισμα
Πόσο αποτελεσματικές είναι οι εκστρατείες καταπολέμησης του καπνίσματος, ποιες επιπλέον στρατηγικές πρέπει να χρησιμοποιηθούν.

Διχασμένη εμφανίζεται η Ευρώπη στη μάχη για έναν κόσμο χωρίς τσιγάρο, καθώς οι χώρες εφαρμόζουν διαφορετικές πολιτικές για να μειώσουν τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα που προκαλεί το κάπνισμα.

Το μόνο στο οποίο όλοι συμφωνούν είναι το κάπνισμα κοστίζει ζωές. Οκτώ εκατομμύρια ζωές ετησίως σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) – με τον αριθμό αυτό να βαίνει αυξανόμενος. Αυτό σημαίνει πως αν δεν αλλάξει κάτι, έως το τέλος του 21ου αιώνα θα έχουν χάσουν πρόωρα τη ζωή τους σχεδόν 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι.

Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, όμως, το 20% των Ευρωπαίων κατά μέσον όρο εξακολουθούν να καπνίζουν. Το ποσοστό αυτό παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση από χώρα σε χώρα. Στη Σουηδία λ.χ. είναι μόλις 4%. Στη χώρα μας πλησιάζει το 30% – σαφώς μειωμένο απ’ ό,τι κατά το παρελθόν, αλλά όχι αρκετά.

Πού οφείλεται αυτή η διαφορά; Οι επιστήμονες που συμμετείχαν σε πρόσφατο διαδικτυακό σεμινάριο της Διεθνούς Εταιρείας Ελέγχου και Μείωσης της Βλάβης από το Κάπνισμα (SCOHRE) εκτίμησαν ότι σε μεγάλο βαθμό ευθύνονται οι διαφορετικές πολιτικές για την πρόληψη του καπνίσματος που εφαρμόζονται.

«Μετά από σχεδόν 60 χρόνια πολιτικών πρόληψης, το ποσοστό των καπνιστών στην Ευρώπη είναι ακόμα στο 20%», είπε ο κ. Karl Erik Lund, αντιπρόεδρος της SCOHRE και ερευνητής στο Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας της Νορβηγίας. «Το πρόβλημα δεν είναι ότι υπάρχει έλλειψη στρατηγικών για την εκρίζωση του καπνίσματος. Απλώς, τα προγράμματα που εφαρμόζονται είναι επαναλαμβανόμενα και πρακτικά πανομοιότυπα εδώ και χρόνια. Ωστόσο η κοινωνία έχει αλλάξει και έχουν αλλάξει και οι καπνιστές».

Όπως εξήγησε, οι σημερινοί καπνιστές έχουν γίνει πιο ανθεκτικοί και αντιδραστικοί, πιο συνηθισμένοι και με μεγαλύτερη «ανοσία» στις επιθέσεις που δέχονται για την καπνιστική συμπεριφορά τους. Έχουν επίσης «υπερεκπροσώπηση» σε ευάλωτες ομάδες, που αντιστέκονται ή έχουν έλλειψη της ικανότητας να ανταποκριθούν στις προσπάθειες διακοπής.

Η μείωση της βλάβης από το κάπνισμα

Υπάρχουν όμως και χώρες που προσαρμόζονται στις σύγχρονες απαιτήσεις, πρόσθεσε. Όπως η Σουηδία και η Βρετανία, όπου υιοθετήθηκε ως συμπληρωματική στρατηγική η μείωση της βλάβης από το κάπνισμα.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι «διαθέτουν στην αγορά μειωμένου κινδύνου προϊόντα νικοτίνης, με φορολογία χαμηλότερη από αυτήν των συμβατικών τσιγάρων. Ενημερώνουν επίσης τους καπνιστές για τη διαφορά στους κινδύνους, σε σύγκριση με το κάπνισμα. Επιπλέον, τους συνιστούν και τους ενθαρρύνουν να αλλάξουν το συμβατικό κάπνισμα με εναλλακτικό», εξήγησε ο κ. Lund.

Με κάποιον τρόπο, όμως, αυτό έγινε μία αμφιλεγόμενη πολιτική στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, συμπλήρωσε. Το επακόλουθο ήταν να χωριστεί η κοινότητα ελέγχου του καπνίσματος στα δύο: στους υπέρμαχους των καθαρών λύσεων (purists) και στους ρεαλιστές (pragmatists).

Υπέρμαχοι των καθαρών λύσεων και ρεαλιστές

Όπως εξήγησε ο κ. Lund, οι υπέρμαχοι των καθαρών λύσεων έχουν ως στόχο μια κοινωνία χωρίς νικοτίνη. Αποδέχονται την ουσία μόνο ως θεραπευτικό μέσον για να διακοπεί το κάπνισμα. Ο εθισμός στη νικοτίνη είναι γι’ αυτούς μη αποδεκτός, ενώ ανησυχούν για τις δυνητικές επιπτώσεις της σε ορισμένες ομάδες (π.χ. στους νέους, στην ανάπτυξη του εγκεφάλου).

Τονίζουν επίσης ότι κανένα προϊόν με νικοτίνη δεν είναι άμοιρο κινδύνων. Kαι φρονούν πως πρέπει να αποθαρρύνονται οι έφηβοι να χρησιμοποιούν οποιοδήποτε καπνιστικό προϊόν.

Αντιθέτως, οι ρεαλιστές έχουν ως στόχο τη μείωση των νοσημάτων και της θνησιμότητας που προκαλεί το κάπνισμα. Αποδέχονται τη χρήση νικοτίνης και για ψυχαγωγικούς σκοπούς. Τονίζουν πως η νικοτίνη παίζει ήσσονος σημασίας ρόλο στην ανάπτυξη των περισσοτέρων νοσημάτων που σχετίζονται με το κάπνισμα. Όσον αφορά τον εθισμό, εκτιμούν πως είναι αποδεκτός εφ’ όσον οι κίνδυνοι για την υγεία είναι χαμηλοί (όπως συμβαίνει με τα ηλεκτρονικά τσιγάρα και το snus).

Πρεσβεύουν επίσης πως πρέπει να ενθαρρύνονται οι καπνιστές να αλλάξουν καπνιστικό προϊόν. Τέλος, δίνουν έμφαση στην ενημέρωση του κοινού για την τεράστια διαφορά στους κινδύνους μεταξύ των συμβατικών τσιγάρων και των προϊόντων χωρίς καύση καπνού.

«Νομίζω ότι αν η Ευρώπη επιμείνει στα παραδοσιακά μέτρα, όπως η αύξηση της φορολογίας στα τσιγάρα, τα όποια περαιτέρω οφέλη θα είναι οριακά», είπε ο κ. Lund. «Η επιστήμη πιστεύω πως βρίσκεται με το μέρος των ρεαλιστών. Ολοένα περισσότερες μελέτες δείχνουν την τεράστια διαφορά στη βλάβη μεταξύ των προϊόντων. Επιπλέον, όταν ενημερώνονται οι καπνιστές για τα οφέλη, δείχνουν πρόθυμοι να αλλάξουν τα συμβατικά τσιγάρα τους. Νομίζω ότι μακροπρόθεσμα θα επικρατήσουν οι ρεαλιστές και η στρατηγική της μείωσης της βλάβης από το κάπνισμα θα χρησιμοποιηθεί ευρέως ως συμπληρωματικό μέσον για την καταπολέμηση του καπνίσματος στην Ευρώπη».

Ο ρόλος της πανδημίας

Την ύπαρξη ενός κόσμου χωρίς κάπνισμα συμβατικών τσιγάρων κατέστησε ακόμα πιο σημαντική η πανδημία, είπε ο καθηγητής Θεοκλής Ζαούτης, πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Δημοσίας Υγείας (ΕΟΔΥ).

Όπως εξήγησε, εκείνοι που επλήγησαν περισσότερο από τον κορωνοϊό, ήταν οι πάσχοντες από χρόνια νοσήματα. Το κάπνισμα αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες κινδύνου για τις περισσότερες χρόνιες παθήσεις, όπως οι καρδιαγγειακές και οι αναπνευστικές.

«Δεδομένου ότι ήδη μιλάμε για την επόμενη πανδημία, καθίσταται σαφές ότι ένας κόσμος χωρίς τσιγάρο είναι πολύ σημαντικός για  την αντιμετώπιση των λοιμωδών νοσημάτων», τόνισε.

Ο κ. Ζαούτης πρόσθεσε πως ένας από τους σημαντικούς στόχους των Οργανισμών Δημόσιας Υγείας είναι η επιτήρηση και η συλλογή επιδημιολογικών δεδομένων. Επομένως, οι Οργανισμοί μπορούν να παρακολουθούν την χρήση καπνού και των εναλλακτικών του, ούτως ώστε να συλλέγονται καλύτερα επιδημιολογικά δεδομένα. Με αυτό τον τρόπο «θα γίνεται καλύτερη ενημέρωση για την επιστήμη, την ασφάλεια και τις πολιτικές δημοσίας υγείας», είπε.

Όσον αφορά το δίλημμα για την μείωση της βλάβης από το κάπνισμα, ο κ. Ζαούτης υπογράμμισε ότι «οι περισσότερες πολιτικές δημοσίας υγείας σχετίζονται με τη μείωση της βλάβης».

Τα νοσήματα του σεξ και η χοληστερόλη

Ενδεικτικά ανέφερε τις στρατηγικές πρόληψης που εφαρμόζονται εναντίον των σεξουαλικώς μεταδιδομένων νοσημάτων (ΣΜΝ) και της υπερχοληστερολαιμίας (αυξημένη χοληστερόλη στο αίμα).

«Ξέρουμε ότι η αποχή από το σεξ δεν είναι εφικτός στόχος», είπε για τα ΣΜΝ. «Έτσι στο πλαίσιο της πρόληψης, προσπαθούμε να μειώσουμε τον κίνδυνο. Είτε κάποιος λαμβάνει PrEP για να προστατευθεί από τον ιό HIV/AIDS, είτε χρησιμοποιεί προφυλακτικά. Δεν προστατεύουν 100%, αλλά μειώνουν τον κίνδυνο».

Κατ’ ανάλογο τρόπο, «για να μειώσουμε τη χοληστερόλη δεν λέμε στον κόσμο να την κόψει εντελώς από τη διατροφή του. Λέμε να την μειώσει, να τρώει πιο υγιεινά κ.λπ.».

Επομένως, «υπάρχουν παραδείγματα σε όλο το φάσμα της Δημόσιας Υγείας. Ουσιαστικά μάθαμε ότι η μείωση της βλάβης είναι σημαντικό μέσον προόδου για την εξάλειψη ή τη μείωση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας».

Ο κ. Ζαούτης επισήμανε πως ασφαλώς απαιτούνται περισσότερα και καλύτερα στοιχεία για τη μείωση της βλάβης από το κάπνισμα. Υπογράμμισε, όμως, πως «η Δημόσια Υγεία έχει χρησιμοποιήσει τη μείωση της βλάβης σε αρκετούς άλλους τομείς. Και νομίζω ότι για να επιτύχουμε έναν κόσμο χωρίς τσιγάρο πρέπει να σκεφτούμε και με αυτόν τον τρόπο».

Τεράστιο το κόστος του καπνίσματος

Στο τεράστιο κόστος που έχει το κάπνισμα και στο πως μπορούν τα δημοσιονομικά εργαλεία να το αναχαιτίσουν, εστίασε ο καθηγητής Andrzej Fal, πρόεδρος της Πολωνικής Εταιρείας Δημόσιας Υγείας και επικεφαλής του Τμήματος Αλλεργιών, Πνευμονικών Νόσων & Εσωτερικής Παθολογίας του Κεντρικού Κλινικού Νοσοκομείου στη Βαρσοβία.

Όπως είπε, οι καπνιστές όχι μόνο δεν μειώνονται άλλο, αλλά σε μερικές χώρες αυξάνονται. «Η Πολωνική Ακαδημία Επιστημών δημοσίευσε έκθεση που έδειξε ότι στην Πολωνία καπνίζει περισσότερο από το 28% του πληθυσμού», είπε. «Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο κατά 4% σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2019».

Ο Dr. Fal παρουσίασε δεδομένα που υποδηλώνουν ότι παγκοσμίως δαπανώνται ολοένα περισσότερα χρήματα για την Υγεία, αλλά χωρίς αυτό να οδηγεί σε βελτίωση της υγείας των πολιτών. «Μετά τα 40 έτη, οι περισσότεροι έχουν ένα χρόνιο πρόβλημα υγείας. Μετά τα 65 ή τα 70 έχουν ένα, δύο ή και τρία ταυτοχρόνως», είπε χαρακτηριστικά. «Γιατί; Όχι επειδή δεν δαπανώνται αρκετά για την Υγεία, αλλά εξαιτίας των παραγόντων κινδύνου που προκαλούν μη-μεταδιδόμενα νοσήματα. Και ένας από τους σημαντικότερους είναι το κάπνισμα».

Όπως εξήγησε, το κάπνισμα προκάλεσε τον 20ο αιώνα 100 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους. Τον 21ο αιώνα ο μεγάλος φόβος είναι ότι θα χαθούν 1 δισεκατομμύριο ζωές, εάν δεν αλλάξουν οι σημερινές τάσεις. Πώς είναι αυτό δυνατόν; Το κάπνισμα αποτελεί κύρια αιτία για:

  • Καρδιαγγειακά νοσήματα
  • Πολλές μορφές καρκίνου (μεταξύ άλλων στην αναπνευστική οδό)
  • Πνευμονοπάθειες (όπως η ΧΑΠ)
  • Πολλές άλλες χρόνιες παθήσεις

Μάλιστα για την αντιμετώπιση των νοσημάτων που προκαλεί το κάπνισμα δαπανάται ετησίως το 1,8% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αυτό είναι ένα τεράστιο ποσό, που αντιπροσωπεύει το άμεσο και το έμμεσο κόστος του, κατά τον Dr. Fal. Το άμεσο κόστος αφορά τη φροντίδα των ασθενών και το έμμεσο την χαμένη παραγωγικότητα, την πρόωρη απώλεια των καπνιστών και τις απώλειες λόγω παθητικού καπνίσματος.

10-20 φορές χαμηλότεροι κίνδυνοι

Η λύση προφανώς είναι να κόψει ο κόσμος το κάπνισμα. Ωστόσο μόνο το 30-40% των καπνιστών κατορθώνουν να το επιτύχουν, ακόμα και αν χρησιμοποιούν φαρμακευτικές και ψυχολογικές θεραπείες.

Για τους υπόλοιπους, η μείωση της βλάβης από το κάπνισμα είναι ένα σημαντικό εργαλείο, εκτίμησε ο Dr. Fal. «Οι όποιοι κίνδυνοι από τα εναλλακτικά προϊόντα καπνού είναι 10-20 φορές χαμηλότεροι απ’ ό,τι με τα συμβατικά τσιγάρα», είπε. «Αυτό σημαίνει ότι και το οικονομικό κόστος για την Υγεία θα είναι χαμηλότερο. Αυτό, όμως, δεν θα γίνει εμφανές αμέσως, αλλά έπειτα από αρκετά χρόνια εφαρμογής».

Προς τον σκοπό αυτό μπορούν να συμβάλλουν δημοσιονομικά μέτρα, όπως η μείωση της φορολογίας στα εναλλακτικά προϊόντα καπνού, είπε. Με αυτό τον τρόπο τα προϊόντα μείωσης της βλάβης από το κάπνισμα θα γίνουν πιο προσιτά. Μακροπρόθεσμα, δε, θα υπάρξει σημαντικό όφελος και στις δαπάνες για την Υγεία.

Στο κάπνισμα οφείλεται το 22% των θανάτων στην Ελλάδα

Η Ελλάδα είναι μία από τις ευρωπαϊκές χώρες που πληρώνει βαρύ τίμημα στο κάπνισμα, επισήμανε η καθηγήτρια Δάφνη Καϊτελίδου, πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (ΟΔΙΠΥ).

Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε, από τους θανάτους που καταγράφονται ετησίως στη χώρα μας σημαντικό ποσοστό οφείλεται σε συμπεριφορικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Ειδικότερα, σύμφωνα με δεδομένα του 2019:

  • Στο κάπνισμα οφείλεται το 22% των ετήσιων θανάτων στην Ελλάδα (στην ΕΕ ο μέσος όρος είναι 17%)
  • Σε διατροφικούς παράγοντες οφείλεται το 15% (17% στην ΕΕ)
  • Στην ατμοσφαιρική ρύπανση το 5% (4% στην ΕΕ)
  • Στο αλκοόλ το 3% (6% στην ΕΕ)
  • Στην χαμηλή φυσική δραστηριότητα το 2% (όσο και στην ΕΕ)

«Συνολικά το σχεδόν 40% της θνησιμότητας στους ενήλικες οφείλεται σε συμπεριφορικούς παράγοντες κινδύνου», είπε. «Επιπλέον, στο 22% των ετήσιων θανάτων στην Ελλάδα που οφείλονται στο κάπνισμα, συμπεριλαμβάνονται και οι θάνατοι από το παθητικό κάπνισμα».

Η κυρία Καϊτελίδου τόνισε πως το κάπνισμα έχει μειωθεί στην Ελλάδα τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Σε πρόσφατη μελέτη σε 19 χώρες του κόσμου (μελέτη PaRIS),  το 22,2% των συμμετεχόντων από την Ελλάδα είπαν ότι καπνίζουν καθημερινά. Άλλο ένα 6,3% είπαν ότι καπνίζουν περιστασιακά. Ωστόσο το ποσοστό όσων δήλωσαν πως κατά το παρελθόν είχαν καπνίσει καθημερινά ή σχεδόν καθημερινά για τουλάχιστον 1 χρόνο ήταν 37,4%.

Σημαντικές προκλήσεις

Σήμερα που παράγεται πληθώρα δεδομένων, η χώρα μας αντιμετωπίζει δύο σημαντικές προκλήσεις, τόνισε η κυρία Καϊτελίδου. Η πρώτη είναι ότι δεν γίνεται συστηματική συλλογή δεδομένων, ούτε και κοινή χρήση τους με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η δεύτερη ότι τα δεδομένα δεν ενσωματώνονται στην καθημερινή κλινική πρακτική.

Για να αναχαιτιστεί επιτυχώς το κάπνισμα πρέπει κατ’ αρχάς να γίνει εξατομικευμένη προσέγγιση σε κάθε ασθενή, εκτίμησε. Αυτό προϋποθέτει ότι θα αναγνωριστούν οι ομάδες με αυξημένη δυσκολία στη διακοπή του καπνίσματος, όπως:

  • Οι έγκυοι
  • Οι ασθενείς με ψυχικές διαταραχές
  • Τα άτομα χαμηλού μορφωτικού/κοινωνικοικονομικού επιπέδου
  • Οι αλλοδαποί/δυσκολία στην επικοινωνία

Επιπλέον, πρέπει να υπάρχει ανεμπόδιστη πρόσβαση στις υπηρεσίες διακοπής του καπνίσματος. Είναι τέλος απαραίτητο να εφαρμοστούν προγράμματα προαγωγής της Υγείας, που θα αυξάνουν την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση για τη διακοπή του καπνίσματος.

«Για να επιτύχουμε έναν κόσμο χωρίς τσιγάρο, πρέπει να παρακολουθούμε τη συνήθεια του καπνίσματος, έτσι ώστε να σχεδιάσουμε επιστημονικά τεκμηριωμένες πολιτικές ελέγχου του καπνού και να αναπτύξουμε διατομεακές συνεργασίες μεταξύ κυβερνητικών, εθνικών και διεθνών φορέων για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις», κατέληξε.

Το σεμινάριο της SCORHE συντόνισε ο κ. Ιωάννης Φαρόπουλος, διευθύνων σύμβουλος του Κέντρου Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων (CLEO).