Το τεστ FIT για τον καρκίνο, όπως ονομάζεται από τα αρχικά Fecal Immunochemical Test (Ανοσοχημικό Τεστ Κοπράνων) λειτουργεί προσδιορίζοντας εάν υπάρχει αίμα στο δείγμα κοπράνων ενός ατόμου, το οποίο αίμα δεν είναι ορατό με γυμνό μάτι.
Το αίμα στα κόπρανα μπορεί να είναι ένα πρώιμο σημάδι ενός πολύποδα στο παχύ έντερο (που συνήθως δεν είναι καρκινικός), αλλά μπορεί να υποδεικνύει και αρχικό στάδιο του καρκίνου του παχέος εντέρου.
Στην μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Annals of Internal Medicine, οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα από 31 επιμέρους μελέτες, που συνέκριναν την αποτελεσματικότητα του τεστ FIT σε σύγκριση με τις κολονοσκοπήσεις.
Διαπίστωσαν ότι το τεστ FIT είχε 75-80% επιτυχία στην ανίχνευση καρκίνου του παχέος εντέρου, όπως δήλωσε και ο επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας, δρ Thomas Imperiale, γαστρεντερολόγος στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα και μέλος του Ινστιτούτου Regenstrief στην Ινδιανάπολη. Συγκριτικά, μια κολονοσκόπηση έχει επιτυχία 95%.
Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι αν το τεστ FIT γίνεται ετησίως θα αποτελεί μια πολύ αποδεκτή εναλλακτική λύση έναντι της κολονοσκόπησης για άτομα “μέσου κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου”, δήλωσε ο δρ. Imperiale στο Live Science. Ο “μέσος κίνδυνος” σημαίνει ότι το άτομο δεν έχει οικογενειακό ιστορικό της ασθένειας και δεν έχει φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, ή πολύποδες του παχέος εντέρου.
Σε αντίθεση με μια κολονοσκόπηση, η οποία συνιστάται κάθε 10 χρόνια, το τεστ FIT συνιστάται να γίνεται κάθε χρόνο.
Το τεστ FIT γίνεται παίρνοντας ένα δείγμα κοπράνων (προτού πέσουν στο νερό της λεκάνης – δείτε το βίντεο που ακολουθεί). Στην συνέχεια, αποστέλλεται το δείγμα αυτό σε εργαστήριο για ανάλυση και το άτομο λαμβάνει πίσω τα αποτελέσματα μαζί με τις όποιες συστάσεις των γιατρών. Εάν κριθεί απαραίτητο ακολουθείται και κολονοσκόπηση.
Μερικά από τα οφέλη του τεστ FIT είναι ότι είναι εύκολο να γίνει στο σπίτι και δεν απαιτεί κάποια ιδιαίτερη προετοιμασία, ή επεμβατική διαδικασία, ή την εφαρμογή αναισθησίας, ανέφερε ο δρ. Imperiale. Ωστόσο, πρέπει να διεξάγεται συχνότερα από την κολονοσκόπηση (μία φορά το χρόνο έναντι μιας φοράς στην δεκαετία) και δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ένα άτομο να χρειαστεί και κολονοσκόπηση, καθώς ένα θετικό αποτέλεσμα από το τεστ FIT θα απαιτούσε πιθανώς ακολούθως και αυτήν τη διαδικασία.