Δυσμηνόρροια: »Χτυπήστε» τους πόνους φυσικά
Του Μενέλαου Κ. Λυγνού Μαιευτήρα Χειρουργού Γυναικολόγου
Διακρίνουμε δύο μεγάλες κατηγορίες δυσμηνόρροιας, την πρωτοπαθή δυσμηνόρροια και τη δευτεροπαθή δυσμηνόρροια. Στη δευτεροπαθή δυσμηνόρροια υφίσταται διακριτό υποφώσκον αίτιο, οι πόνοι περιόδου στις περιπτώσεις αυτές συνδέονται με κάποια παθολογία των γεννητικών οργάνων. Αντίθετα ο όρος πρωτοπαθής δυσμηνόρροια αναφέρεται στην κοινή δυσμηνόρροια, η οποία δεν συνδέεται με κάποιο παθολογικό αίτιο.
Η δευτεροπαθής δυσμηνόρροια προκαλείται καταρχήν από την ενδομητρίωση. Στην παθολογική αυτήν κατάσταση εντοπίζονται εντός της κοιλιακής χώρας νησίδες ενδομητρίου, το οποίο είναι ο ιστός, που ανευρίσκεται κανονικά μόνον επί του εσωτερικού τοιχώματος της ενδομητρικής κοιλότητας.
Επίσης και η αδενωμύωση είναι δυνατόν να συνδεθεί με δευτεροπαθή δυσμηνόρροια. Στην κατάσταση αυτή εντοπίζεται ενδομητρικός ιστός εντός των μυϊκών τοιχωμάτων της μήτρας.
Άλλα αίτια δευτεροπαθούς δυσμηνόρροιας είναι τα ινομυώματα, οι πολύποδες και οι συγγενείς ανατομικές ανωμαλίες της μήτρας. Και στις τρεις αυτές καταστάσεις είναι δυνατόν να παρεμποδίζεται η ευχερής εκροή της περιόδου εκ του τραχήλου, είτε διότι ένα πιθανό ινομύωμα ή ένας πολύπους αποφράσσει τον τραχηλικό σωλήνα, είτε διότι ο τραχηλικός σωλήνας, λόγω συγγενούς ανατομικής ανωμαλίας παρουσιάζει εξ’ αρχής στένωση.
Η παρεμπόδιση της εκροής της περιόδου, μπορεί να προκαλέσει επώδυνες συσπάσεις της μήτρας κατά την εμμηνορρυσία.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και τη σχέση τους με τη δευτεροπαθή δυσμηνόρροια. Υπάρχουν βακτηριακές λοιμώξεις, οι οποίες μεταδίδονται με τη σεξουαλική επαφή και πλήττουν τα γεννητικά όργανα της γυναίκας, με αποτέλεσμα να εμφανιστεί πόνος κατά τη διάρκεια της περιόδου.
Σε γενικές γραμμές, η αντιμετώπιση της δευτεροπαθούς δυσμηνόρροιας συνδέεται με το αίτιο, που την προκαλεί. Η θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν κατά περίπτωση τόσο τη χειρουργική αντιμετώπιση, όσο και τη χορήγηση της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής.
Η δευτεροπαθής δυσμηνόρροια είναι πιο πιθανό να εμφανιστεί σε γυναίκες, των οποίων το ηλικιακό φάσμα εκτείνεται από τα 30 μέχρι τα 45 έτη. Αντίθετα η πρωτοπαθής δυσμηνόρροια παρουσιάζεται συνήθως σε νεαρές γυναίκες εντός τριών ετών από την εμμηναρχή (την έναρξη της περιόδου).
Στην πρωτοπαθή δυσμηνόρροια ο πόνος συνήθως ξεκινάει μία με δύο ημέρες πριν ή με την έναρξη της εμμηνορρυσίας και εντοπίζεται πιο συχνά στο υπογάστριο (χαμηλά στην κοιλιά), αλλά σε μερικές περιπτώσεις και στην οσφύ και στους γλουτούς. Η διάρκεια του πόνου κυμαίνεται από 12 έως και 72 ώρες και μπορεί να συνοδεύεται από ναυτία, έμετο, καταβολή ή ακόμα και διάρροια.
Συνήθως η ένταση του πόνου στην πρωτοπαθή δυσμηνόρροια παρουσιάζει μία κάμψη όσο η γυναίκα μεγαλώνει, ενώ μετά τον τοκετό τα συμπτώματα μπορεί να αμβλυνθούν σημαντικά ή ακόμα και να εξαφανισθούν.
Φαίνεται πως η πρωτοπαθής δυσμηνόρροια εμφανίζεται σε περισσότερες από τις μισές γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Τα ποσοστά των γυναικών που αναφέρουν πόνους κατά την περίοδο κυμαίνονται από 29% – 44% ανάλογα με την μελέτη, ενώ έχουν αναφερθεί και ποσοστά, που αγγίζουν ακόμα και το 90% σε γυναίκες από 18 – 45 ετών.
Μερικές γυναίκες αντιλαμβάνονται τη δυσμηνόρροια ως μία αναμενόμενη και απλή ενόχληση, η οποία δεν παρεμποδίζει ουσιαστικά την καθημερινότητά τους. Υπάρχουν όμως και γυναίκες, των οποίων η καθημερινότητα διαταράσσεται σημαντικά από τους πόνους κατά τη διάρκεια της περιόδου.
Η σύνδεση της πρωτοπαθούς δυσμηνόρροιας με την απουσία από την εργασία ή το σχολείο δεν έχει εκτενώς εκτιμηθεί. Σε μία μεγάλη μελέτη, η οποία περιέλαβε γυναίκες με μόρφωση πανεπιστημιακού επιπέδου, το 42% των γυναικών αυτών ανέφερε πως αναγκάστηκε να αναστείλει κάποια δραστηριότητα, λόγω των έντονων συμπτωμάτων σε τουλάχιστον μία περίπτωση. Πλήθος μελετών σε δείγματα νεαρών γυναικών ανέφεραν υψηλά ποσοστά απουσίας από την εργασία ή από το σχολείο, τα οποία κυμαίνονταν από 34% – 50%.
Υπάρχουν κάποιοι παράγοντες, οι οποίοι αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης πρωτοπαθούς δυσμηνόρροιας. Η πρωτοπαθής δυσμηνόρροια παρουσιάζεται συχνότερα σε γυναίκες, οι οποίες είχαν για πρώτη φορά περίοδο πριν από τη συμπλήρωση των 12 ετών. Η συχνότητα εμφάνισης πρωτοπαθούς δυσμηνόρροιας είναι αυξημένη και μεταξύ των γυναικών, των οποίων η εμμηνορρυσία έχει μεγάλη διάρκεια και ροή.
Υπάρχουν μελέτες, οι οποίες συνδέουν την εμφάνιση δυσμηνόρροιας με το κάπνισμα. Φαίνεται πως η πρωτοπαθής δυσμηνόρροια έχει και ένα υπόβαθρο κληρονομικότητας. Αντικρουόμενα είναι τα στοιχεία, που προκύπτουν από μελέτες, οι οποίες διερευνούν τη σχέση της δυσμηνόρροιας με την παχυσαρκία και με την κατανάλωση οινοπνεύματος.
Η παθογένεση της πρωτοπαθούς δυσμηνόρροιας δεν έχει ακόμα διαλευκανθεί πλήρως. Φαίνεται όμως πως στο ενδομήτριο των πασχουσών γυναικών εμφανίζει αυξημένη συγκέντρωση σε μία κατηγορία ουσιών, που ονομάζονται προσταγλανδίνες. Οι προσταγλανδίνες προκαλούν συσπάσεις της μήτρας. Οι έντονες συσπάσεις της μήτρας είναι δυνατόν να προκαλέσουν συμπίεση των αιμοφόρων αγγείων της μήτρας, διακόπτοντας παροδικά την αιμάτωσή της. Η παροδική διακοπή της αιμάτωσης της μήτρας φαίνεται πως είναι και το αίτιο του πόνου.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες εξετάσεις, οι οποίες επιβεβαιώνουν τη διάγνωση της πρωτοπαθούς δυσμηνόρροιας. Όταν μια γυναίκα με δυσμηνόρροια επισκεφθεί τον ιατρό μετά τη λήψη λεπτομερούς γυναικολογικού ιστορικού, υποβάλλεται σε κλινική εξέταση καθώς και σε απεικονιστικό έλεγχο δια υπερηχογραφήματος, ώστε να αποκλεισθούν αιτίες δευτεροπαθούς δυσμηνόρροιας. Εκ των αποτελεσμάτων των αρχικών αυτών εξετάσεων κρίνεται η σκοπιμότητα υποβολής της γυναίκας σε περαιτέρω έλεγχο. Επομένως, η διάγνωση πρωτοπαθούς δυσμηνόρροιας γίνεται δια του αποκλεισμού της ύπαρξης αιτίων δευτεροπαθούς δυσμηνόρροιας.
Η φαρμακευτική αγωγή πρώτης γραμμής, η οποία χορηγείται σε γυναίκες με πρωτοπαθή δυσμηνόρροια περιλαμβάνει παυσίπονα αντιφλεγμονώδη. Σε γυναίκες, των οποίων ο πόνος ανθίσταται στη θεραπεία με παυσίπονα, σε μερικές περιπτώσεις χορηγούνται αντισυλληπτικά δισκία ή δισκία προγεστερόνης.
Οι πόνοι περιόδου στην περίπτωση πρωτοπαθούς δυσμηνόρροιας μπορεί να αμβλυνθούν και με μικρές αλλαγές στον τρόπο ζωής. Υπάρχουν καταρχήν στοιχεία, που καταδεικνύουν, πως η σωματική άσκηση είναι δυνατόν να έχει ευεργετική επίδραση στην αντιμετώπιση της δυσμηνόρροιας.
Επίσης φαίνεται πως η τοποθέτηση ζεστών επιθεμάτων στη κατώτερη κοιλιακή χώρα, μπορεί να ανακουφίσει από τους πόνους περιόδου. Φυσικά η χρήση των ζεστών επιθεμάτων είναι σημαντικό να γίνεται με προσοχή. Τα ζεστά επιθέματα τοποθετούνται πάνω από τα ρούχα ώστε να αποφευχθούν εγκαύματα.
Υπάρχουν μελέτες, οι οποίες συνδέουν την ανακούφιση από τους πόνους περιόδου με τη χορήγηση συμπληρωμάτων διατροφής. Η χορήγηση βιταμίνης Ε, Β1 και Β6 καθώς και η κατανάλωση Ω3 πολυακόρεστων και η χορήγηση μαγνησίου, φαίνεται πως σε μερικές περιπτώσεις αμβλύνουν τα συμπτώματα της δυσμηνόρροιας.
Σημαντική είναι και η αποχή από την κατανάλωση οινοπνεύματος και από το κάπνισμα. Οι δύο αυτές συνήθειες συχνά επιδεινώνουν την δυσμηνόρροια.
Τέλος η πρωτοπαθής δυσμηνόρροια έχει συνδεθεί και με το άγχος και ασχολίες, οι οποίες μειώνουν την ψυχολογική πίεση, δρουν ευεργετικά στην αντιμετώπιση των πόνων περιόδου.
Η δυσμηνόρροια είναι λοιπόν μία κατάσταση, η οποία μπορεί να προκαλέσει σε μερικές περιπτώσεις την έγερση σημαντικών προσκομμάτων στην καθημερινότητα, αλλά σήμερα διαθέτουμε θεραπείες, οι οποίες έχουν σημαντικά ποσοστά επιτυχίας όσον αφορά την ανακούφιση από τον πόνο και τα συνοδά συμπτώματα.
Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας
E-mail: care@eleftheia.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πως θα ένιωθε ένας άνδρας εάν είχε περίοδο, σαν γυναίκα; ΒΙΝΤΕΟ