Του Μενέλαου Κ. Λυγνού Μαιευτήρα Χειρουργού Γυναικολόγου
Η μητέρα ήταν μία γυναίκα 36 ετών, η οποία έπασχε από το σύνδρομο Rokitansky. Το σύνδρομο αυτό χαρακτηρίζεται από την ανυπαρξία μήτρας στη γέννηση της γυναίκας και προσβάλλει 1 στις 5.000 περίπου γυναίκες. Φυσικά οι γυναίκες αυτές, ενώ έχουν ωοθήκες και μπορούν να παράγουν ωάρια, δεν μπορούν να κυοφορήσουν ελλείψει μήτρας.
Στη γυναίκα αυτή μεταμοσχεύθηκε η μήτρα μίας συγγενούς της 61 ετών, η οποία είχε ήδη δύο τέκνα. Η πολύπλοκη αυτή επέμβαση έλαβε χώρα το 2013 στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Sahlgrenska, στο Gothenburg της Σουηδίας, από ομάδα ιατρών υπό τον Δρα Mats Brännström. Ο τοκετός αυτού του νεογνού ήταν το αποκορύφωμα δέκα και πλέον ετών έρευνας της ομάδας του Δρος Mats Brännström, ο οποίος μάλιστα τον Οκτώβριο του 2014, λίγες ημέρες μετά τον πρώτο αυτόν τοκετό, ανακοίνωσε πως υπήρχαν και άλλες δύο κυοφορούσες με μεταμοσχευμένη μήτρα, οι οποίες πλησίαζαν στον τοκετό.
Οι γυναίκες αυτές αποτελούσαν μέλη μίας ομάδας 9 γυναικών, στις οποίες έγινε μεταμόσχευση μήτρας εκ των οποίων οι 8 παρουσίαζαν το σύνδρομο Rokitansky, ενώ η μία είχε υποβληθεί σε εγχείρηση αφαίρεσης της μήτρας, λόγω καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
Πριν την εμφύτευση της μήτρας της δότριας, οι γυναίκες αυτές είχαν υποβληθεί σε κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης, προκειμένου να ληφθεί ικανός αριθμός ωαρίων. Στη συνέχεια τα ωάρια αυτά γονιμοποιήθηκαν με το σπέρμα του συντρόφου της γυναίκας και αφού περήλθε ο απαραραίτητος χρόνος, δηλαδή περίπου πέντε ημέρες τα έμβρα αυτά καταψύχθηκαν μέχρι η μεταμοσχυεθείσα μήτρα να θεωρηθεί ικανή για να δεχθεί την εμβρυομεταφορά.
Προτιμήθηκε η εξωσωματική γονιμοποίηση, αφενός διότι η μεταμόσχευση των σαλπίγγων δεν ήταν εύκολη διαδικασία, αφετέρου διότι ακόμα και η επιτυχής μεταμόσχευση και των σαλπίγγων δεν αποτελούσε εγγύηση και της ορθής λειτουργίας τους. Η επέμβαση μεταμόσχευσης της μήτρας έλαβε χώρα μόνον αφού πιστοποιούνταν πως υπήρχαν βιώσιμα έμβρυα για εμβρυομεταφορά.
Αυτή καθεαυτή η μεταμόσχευση μήτρας είναι μια επέμβαση εξαιρετικά πολύπλοκη. Για την επέμβαση αυτή εργάστηκαν 10 χειρουγροί, τέσσερις εκ των οποίων ήταν εξειδικευμένοι στη γυναικολογική ογκολογία, τρείς στην γυναικολογία και τρεις στη χειρουργική μεταμοσχεύσεων.
Η μεταμόσχευση μήτρας κατ’ ουσίαν περιλαμβάνει δύο ξεχωριστές επεμβάσεις. Η μία επέμβαση γίνεται στη δότρια, προκειμένου να ληφθεί η μήτρα και η έτερη επέμβαση γίνεται στη λήπτρια, στην οποία το όργανο θα εμφυτευθεί. Η επέμβαση στις δότριες, ενώ αρχικά είχε υπολογιστεί πως θα διαρκούσε 3 με 4 ώρες, τελικά διήρκησε 10 με 13 ώρες, ενώ η αντίστοιχη επέμβαση στις λήπτριες είχε διάρκεια 4 με 6 ώρες.
Μετά τη μεταμόσχευση είναι αναγκαίο να χορηγηθεί στη λήπτρια ειδική φαρμακευτική αγωγή, η οποία αποτρέπει το ενδεχόμενο ο οργανισμός της να απορρίψει τη μήτρα, που μόλις εμφυτεύθηκε και η οποία είναι κατ’ ουσίαν ένα ξένο σώμα.
Η επιτυχής μεταμόσχευση μήτρας δεν ήταν παρά το πρώτο βήμα μίας μακράς διαδρομής προκειμένου η γυναίκα να πάρει το νεογνό στην αγκαλιά της. Η εμβρυομεταφορά ενός μόνο εμβρύου έλαβε χώρα ένα έτος μετά τη μεταμόσχευση. Σκόπιμα επιλέχθηκε η εμβρυομεταφορά ενός μόνον εμβρύου, αφού ήταν εξαιρετικά αμφίβολο η μήτρα να μπορούσε να κυοφορήσει επιπλέον έμβρυα.
Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας
E-mail: care@eleftheia.gr