Δυσλιπιδαιμία: Μύθοι και αλήθειες
«Η δυσλιπιδαιμία είναι η παθολογική διαταραχή των λιπιδίων στο αίμα. Τα λιπίδια αποτελούνται από τα τριγλυκερίδια, που είναι η μορφή με την οποία τα λιπίδια αποθηκεύονται στο λιπώδη ιστό και χρησιμεύουν ως “καύσιμο”, η LDL-χοληστερόλη («κακή» χοληστερόλη), οι αυξημένες τιμές της οποίας προκαλούν αθηροσκλήρωση και η HDL-χοληστερόλη («καλή» χοληστερόλη), ρόλος της οποίας είναι η απομάκρυνση της κακής χοληστερόλης από τα τοιχώματα των αγγείων και η μεταφορά της στο ήπαρ, έτσι ώστε να αποβληθεί από τον οργανισμό.
Η δυσλιπιδαιμία μπορεί να είναι πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν η οικογενής υπερχοληστερολαιμία, η χυλομικροναιμία, η μικτή υπερλιπιδαιμία, η οικογενής υπερτριγλυκεριδαιμία και η οικογενής μείωση της HDL. Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται διαταραχές του μεταβολισμού των λιπιδίων που οφείλονται σε άλλα νοσήματα ή φάρμακα, όπως παχυσαρκία, Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια και σακχαρώδης διαβήτης», μας εξηγεί ο κ. Φώτιος Ν. Πατσουράκος, Καρδιολόγος-Αρχίατρος ε.α., Επιστημονικός Διευθυντής του Ιδιωτικού Πολυϊατρείου Ηλιούπολης.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται πολύς λόγος για την επικινδυνότητα των λιπιδίων, τα οποία όχι μόνο δεν είναι επιβλαβή αλλά είναι και απαραίτητα, αρκεί να βρίσκονται σε υγιή επίπεδα. Για παράδειγμα, από τους κυριότερους ρόλους της χοληστερόλης είναι η διαμόρφωση και η διατήρηση των κυτταρικών μεμβρανών και δομών. Βοηθά τα κύτταρα να προσαρμοστούν στις αλλαγές της θερμοκρασίας, είναι δομικό συστατικό αρκετών ορμονών, μεταξύ αυτών της κορτιζόλης της τεστοστερόνης και των οιστρογόνων, βοηθά στην παραγωγή της βιταμίνης D, χολικών οξέων, τα οποία βοηθούν στην πέψη των λιπών, και στον μεταβολισμό των λιποδιαλυτών βιταμινών. Παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στον εγκέφαλο, που περιέχει περίπου το 25% της χοληστερόλης στο σώμα. Είναι ζωτικής σημασίας για το σχηματισμό συνάψεων, δηλαδή τις συνδέσεις μεταξύ των νευρώνων που επιτρέπουν τη σκέψη, τη μάθηση ακόμα και το σχηματισμό αναμνήσεων.
Η χοληστερόλη όμως έχει δαιμονοποιηθεί. «Λόγω ελλιπών γνώσεων θεωρείτο ότι η αύξηση της χοληστερίνης οφειλόταν σε διατροφικούς λόγους, οπότε επικράτησε η αντίληψη ότι πρέπει να αποφεύγονται τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε χοληστερίνη. Η επιστήμη προχώρησε, αλλά ακόμα και σήμερα πολλοί πιστεύουν ότι οι έχοντες υψηλή χοληστερίνη δεν επιτρέπεται να τρώνε ορισμένες από τις πιο υγιεινές τροφές, όπως τα αυγά. Είναι καιρός να τεθούν τα ζητήματα στη σωστή βάση τους και να απομυθοποιηθούν ευρέως διαδεδομένες λανθασμένες πεποιθήσεις», σημειώνει ο κ. Πατσουράκος και προσθέτει: «Τα δύο τρίτα της χοληστερόλης του οργανισμού παράγονται από το ήπαρ. Είναι απολύτως αναληθές ότι η υψηλή χοληστερόλη προκαλείται μόνο από το είδος των τροφών που καταναλώνονται. Γενετικοί και κληρονομικοί είναι κυρίως οι λόγοι που παρουσιάζεται η δυσλιπιδαιμία. Στα άτομα π.χ. με οικογενή υπερχοληστερολαιμία, η υψηλή χοληστερόλη επιμένει ακόμα και με αλλαγή της διατροφής και ένταξη της άσκησης στο καθημερινό πρόγραμμα. Η διαιτητική χοληστερόλη δεν είναι τόσο επικίνδυνη όσο πίστευαν κάποτε, για τους περισσότερους τουλάχιστον ανθρώπους. Μόνο πολύ μικρές ποσότητες χοληστερόλης που προέρχονται από τα τρόφιμα καταλήγουν ως χοληστερόλη στο αίμα, και όταν η πρόσληψη διαιτητικής χοληστερόλης αυξάνεται, το σώμα προσαρμόζει ανάλογα την χοληστερόλη που θα παραγάγει. Η ισορροπημένη διατροφή και η συστηματική αποφυγή κορεσμένων και τρανς λιπαρών εξασφαλίζει στην πλειοψηφία των ανθρώπων φυσιολογικά επίπεδα χοληστερόλης».
Ένας άλλος μύθος, που ευτυχώς τα τελευταία χρόνια αρχίζει να “αποδομείται”, είναι ότι τα παιδιά δεν έχουν υψηλή χοληστερόλη. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν αρκετές πιθανότητες να υποφέρουν από δυσλιπιδαιμία, η οποία συνήθως οφείλεται σε πρόβλημα του ήπατος που προκαλεί αδυναμία του οργάνου να απομακρύνει την περίσσεια χοληστερόλης από το σώμα. Αλλαγές στον τρόπο ζωής, συμπεριλαμβανομένης της σωματικής άσκησης, ο περιορισμός της πρόσληψης ζάχαρης και η αποφυγή επεξεργασμένων τροφίμων, συχνά βοηθά να αποκατασταθούν τα επίπεδα της χοληστερόλης.
Οι υψηλές τιμές τριγλυκεριδίων προδίδουν την ανισορροπία της ποσότητας των θερμίδων που προσλαμβάνονται μέσω διατροφής και της ποσότητας που “καίγονται”. Οι θερμίδες που περισσεύουν μετατρέπονται από τον οργανισμό σε τριγλυκερίδια, τα οποία οδηγούν σε αθηροσκλήρυνση, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων. Ο έλεγχος της ποσότητας και ποιότητας των τροφίμων, η απώλεια βάρους και η σωματική άσκηση επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Στον αντίποδα, «οι χαμηλές τιμές της καλής χοληστερόλης HDL έχουν συσχετισθεί με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Μελέτες έχουν αποδείξει ότι υπάρχει εντονότερος κίνδυνος καρδιακής νόσου και εγκεφαλικού επεισοδίου στα άτομα με χαμηλά επίπεδα της HDL παρά στα άτομα με υψηλά επίπεδα της LDL. Η καλή χοληστερόλη βοηθά στην αποβολή της ανεπιθύμητης χοληστερόλης, δρα ως αντιοξειδωτικό που αποτρέπει την επιβλαβή οξείδωση της LDL, και ως αντιφλεγμονώδες μέσο, ενώ έχει και αντιθρομβωτικές ιδιότητες. Η χαμηλή HDL χοληστερόλη που δεν συνοδεύεται από υψηλή LDL χοληστερόλη, αντιμετωπίζεται κυρίως με αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες και με άσκηση. Φαρμακευτική αγωγή δίδεται όταν συνυπάρχουν άλλες ασθένειες ή προδιαθεσιακοί παράγοντες καρδιαγγειακών νόσων. Όταν η υγιεινοδιαιτητική αγωγή δεν επαρκεί για τη εξισορρόπηση των λιπιδίων στον οργανισμό, αυτή επιτυγχάνεται με φάρμακα, κυρίως με στατίνες και συμπληρώματα διατροφής με ωμέγα 3», συμπληρώνει ο κ. Πατσουράκος.
Η πρόληψη ξεκινά με τον έλεγχο των επιπέδων των λιπιδίων στο αίμα με ιδιαίτερη έμφαση στους άνδρες άνω των 40 ετών και τις μετα-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες, σε όσους πάσχουν από αθηροσκληρωτική νόσο, παχυσαρκία, διαβήτη, υπέρταση, χρόνια νεφρική νόσο και χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα, σε όσους έχουν οικογενειακό ιστορικό πρώιμης στεφανιαίας νόσου ή δυσλιπιδαιμία, ακόμα κι αν είναι παιδιά. Στη δευτεροπαθή δυσλιπιδαιμία στόχος είναι η θεραπεία της αιτίας που προκαλεί την πάθηση, πχ. η μείωση του σωματικού βάρους όταν πρόκειται για παχύσαρκο ασθενή. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι καλές διατροφικές επιλογές και η συστηματική άσκηση πρέπει να γίνει τρόπος ζωής.