Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Τζέιν Κάρλτον του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό γενετικής «Nature Genetics», προσδοκούν ότι το επίτευγμά τους θα βοηθήσει στην αναζήτηση πιο αποτελεσματικών θεραπειών κατά της ευρέως εξαπλωμένης λοιμώδους νόσου, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει κάνει την επανεμφάνισή της και στην Ελλάδα.
Το εν λόγω πλασμώδιο μολύνει περίπου 100 εκατ. ανθρώπους κάθε χρόνο, από τους οποίους μόνο το 10- 20% βρίσκονται στην υποσαχάρια Αφρική, όπου η πλειονότητα των μολύνσεων και των θανάτων προκαλείται από ένα συγγενικό παράσιτο, το πλασμώδιο Plasmodium falciparum. Το P.vivax ευθύνεται για τα περίπου μισά περιστατικά ελονοσίας εκτός της Αφρικής, κυρίως στη Μέση Ανατολή, την Ινδία, την Κεντρική και Νότια Αμερική και τον Δυτικό Ειρηνικό. Και τα δύο πλασμώδια χρησιμοποιούν ως ξενιστή τα κουνούπια μέσω των οποίων η λοίμωξη εξαπλώνεται μεταξύ των ανθρώπων.
Το P.vivax θεωρείται πιο ανθεκτικό από το τροπικό και πιο φονικό «ξαδελφάκι» του P.falciparum, καθώς μπορεί να αντέξει σε πιο ψυχρά κλίματα, συχνά παραμένοντας σε ύφεση στον οργανισμό. Ως τώρα οι επιστήμονες είχαν δώσει λιγότερη προσοχή στο P.vivax, για το οποίο γνώριζαν λιγότερα σε σχέση με το πιο διάσημο P.falciparum.
Η γενετική ποικιλία που ανακαλύφθηκε στο P.vivax (διπλάσια σε σχέση με το P.falciparum) δυσκολεύει τις προσπάθειες των επιστημόνων -ακόμη περισσότερο από ό,τι στην περίπτωση του P.falciparum- να αναπτύξουν ένα ενιαίο εμβόλιο για τα περισσότερα στελέχη του P.vivax.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τα διάφορα παράσιτα της ελονοσίας μόλυναν το 2010 περίπου 216 εκατ. ανθρώπους και σκότωσαν 655.000, κυρίως στην πολύπαθη Αφρική, όπου ένα παιδί πεθαίνει από τη νόσο κάθε λεπτό. Τα συμπτώματα της ασθένειας περιλαμβάνουν πυρετό, πονοκέφαλο, κρυάδες και εμετό. Αν στον ασθενή δεν χορηγηθεί θεραπεία γρήγορα, η νόσος μπορεί να επιδεινωθεί σοβαρά και να αποδειχθεί θανατηφόρα.