Η μελέτη, με επικεφαλής τον καθηγητή Σεθ Λάιμαν του πανεπιστημίου της Γιούτα, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό γεωεπιστημών «Nature Geoscience», δείχνει ότι η ανώτερη τροπόσφαιρα και η κατώτερη στρατόσφαιρα μεταμορφώνουν σταδιακά τον υδράργυρο σε μια χημική μορφή που εύκολα απορροφάται από τις θάλασσες και τελικά καταλήγει στις τροφές.«Η ανώτερη ατμόσφαιρα δρα σαν χημικός αντιδραστήρας που καθιστά τον υδράργυρο πιο ικανό να εναποτεθεί στα οικοσυστήματα», δήλωσε ο Λάιμαν, ο οποίος, μαζί με τους συνεργάτες του, μελέτησε δείγματα αέρα από ερευνητικές πτήσεις που έγιναν πάνω από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη στη διάρκεια του 2010.
Οι αναλύσεις έδειξαν για πρώτη φορά ότι ο υδράργυρος μετατρέπεται, στο ατμοσφαιρικό «χημικό εργαστήριο», από τη στοιχειώδη μεταλλική μορφή του σε μια άλλη οξειδωμένη, μέσα από μια διαδικασία που είναι άγνωστη στις λεπτομέρειές της προς το παρόν. Πάντως, μόλις η χημική μεταμόρφωση λάβει χώρα, ο οξειδωμένος υδράργυρος άμεσα καταπίπτει από την ατμόσφαιρα και, μέσω της βροχής, είτε των καθοδικών ρευμάτων του αέρα, καταλήγει στην επιφάνεια της Γης και κυρίως στις θάλασσες του πλανήτη. Τότε, ο οξειδωμένος υδράργυρος μετατρέπεται μέσω των πολυπληθών βακτηρίων σε μια νέα μεθυλική μορφή, με την οποία πλέον μπορεί να εισέλθει στην τροφική αλυσίδα και, τελικά, στον οργανισμό των ανθρώπων, οι οποίοι θα φάνε ψάρια μολυσμένα με υδράργυρο.
Ειδικά μερικές περιοχές της Γης, για κλιματικούς λόγους, φαίνεται να ευνοούν περισσότερο από άλλες την αφαίρεση του υδραργύρου από την ατμόσφαιρα και την εναπόθεσή του στην ξηρά και την θάλασσα. Πάντως οι επιστήμονες διευκρίνισαν ότι ο υδράργυρος μπορεί να «ταξιδέψει» χιλιάδες χιλιόμετρα μέσω του αέρα και να εναποτεθεί πολύ μακρύτερα από εκεί όπου αρχικά είχε συσσωρευτεί στην ανώτερη ατμόσφαιρα. Για παράδειγμα, υδράργυρος που προέρχεται από την μαζική καύση άνθρακα στην Ασία, είναι πιθανό να φθάσει στην ατμόσφαιρα και να κάνει τον γύρο της Γης αρκετές φορές προτού οξειδωθεί και πέσει οπουδήποτε στην επιφάνεια του πλανήτη.
Εξάλλου, μια άλλη μελέτη, με επικεφαλής τον Ντέηβιντ Στριτς, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό περιβαλλοντικής επιστήμης και τεχνολογίας «Environmental Science and Technology» της Αμερικανικής Χημικής Εταιρίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά τα τελευταία 5.000 χρόνια οι άνθρωποι έχουν απελευθερώσει συνολικά στο περιβάλλον περίπου 385.000 τόνους υδραργύρου.
Η έρευνα, που ανατρέπει την αντίληψη ότι η απελευθέρωση του υδραργύρου στην ατμόσφαιρα μειώνεται διαχρονικά, επισημαίνει ότι οι κατ' εξοχήν ανθρώπινες δραστηριότητες, που απελευθερώνουν υδράργυρο στην ατμόσφαιρα, είναι η καύση ορυκτών καυσίμων, η εξόρυξη μετάλλων όπως ο χρυσός και το ασήμι, καθώς και διάφορες βιομηχανικές διαδικασίες. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των επιστημόνων, οι εκπομπές υδραργύρου στην ατμόσφαιρα έφθασαν σε ένα αποκορύφωμα στην διάρκεια της μεγάλης αναζήτησης πολύτιμων μετάλλων στην Αμερική στο τέλος του 19ου αιώνα, μειώθηκαν περίπου στα μέσα του 20ού αιώνα, αλλά έκτοτε αυξάνουν και πάλι ραγδαία, κυρίως εξαιτίας της εκτεταμένης καύσης άνθρακα στην Ασία για ενεργειακούς λόγους. Η Ασία έχει πλέον προ πολλού ξεπεράσει την Ευρώπη και τις ΗΠΑ ως ο κύριος υπεύθυνος για την απελευθέρωση υδραργύρου.
Πρόσφατα στοιχεία που δείχνουν ότι οι συγκεντρώσεις υδραργύρου στην ατμόσφαιρα εμφανίζουν μείωση, εκ πρώτης όψεως δεν συμβαδίζουν με την ολοένα μεγαλύτερη εκπομπή υδραργύρου. Το «μυστήριο» όμως πιθανώς εξηγείται από τις διαπιστώσεις της πρώτης έρευνας, δηλαδή ότι ο υδράργυρος «μεταμορφώνεται» στην ανώτερη ατμόσφαιρα και επιστρέφει στη Γη με άλλη μορφή.
Εκτιμάται ότι χρειάζονται περίπου 2.000 χρόνια, ώσπου ο υδράργυρος που έχει απελευθερωθεί στην ατμόσφαιρα, να κάνει τον κύκλο του στην φύση και να ενσωματωθεί ξανά στα πετρώματα και τα ορυκτά. Μεγάλο πρόβλημα από πλευράς δημόσιας υγείας αποτελούν τα άχρηστα θερμόμετρα και μπαταρίες που περιέχουν υδράργυρο και καταλήγουν στις χωματερές.
ΠΗΓΗ : ΑΠΕ