Πρόκειται για απομακρυσμένες κοινότητες του Αμαζονίου στο Περού, που τακτικά εκτίθενται σε νυχτερίδες- βαμπίρ (φορείς του ιού της λύσσας) και έτσι φαίνεται πως έχουν σταδιακά αποκτήσει φυσική ανοσία. Η ανακάλυψη καταρρίπτει την έως τώρα πεποίθηση ότι η μόλυνση από λύσσα είναι σχεδόν 100% θανατηφόρα, εκτός αν δοθεί άμεσα η κατάλληλη θεραπεία.
Οι ερευνητές του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) των ΗΠΑ, με επικεφαλής την Έιμι Γκίλμπερτ, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο αμερικανικό περιοδικό τροπικής ιατρικής και υγιεινής «American Journal of Tropical Medicine and Hygiene», ανέφεραν ότι, από το δείγμα ανθρώπων που εξέτασαν, περίπου ένας στους δέκα (ποσοστό 11%) είχε προστασία απέναντι στην επικίνδυνη λοιμώδη ασθένεια. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν επιβιώσει από τον ιό, χωρίς να έχουν δεχτεί οποιαδήποτε ιατρική αγωγή.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν για πρώτη φορά ότι ίσως υπάρχει ένα είδος φυσικής αντίστασης ή αυξημένης ανοσολογικής αντίδρασης σε ορισμένους πληθυσμούς που εκτίθενται συχνά στη νόσο», δήλωσε η Γκίλμπερτ και εξέφρασε την ελπίδα ότι η απρόσμενη ανακάλυψη θα οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων αποτελεσματικών θεραπειών κατά της λύσσας, που συνεχίζει να σκοτώνει πολλούς ανθρώπους σε διάφορα σημεία του πλανήτη.
Η λύσσα εκτιμάται ότι προκαλεί περίπου 55.000 θανάτους ετησίως μόνο στην Αφρική και την Ασία, ενώ ήδη σημειώνονται αυξημένα περιστατικά στην Κίνα, τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, καθώς επίσης την Κεντρική και Νότια Αμερική. Στις ανεπτυγμένες χώρες, η νόσος έχει υποχωρήσει σημαντικά, χάρη στις χρόνιες εκστρατείες εμβολιασμών των ζώων- φορέων. Παράλληλα, οι άνθρωποι που θεωρούνται ύποπτοι για έκθεση στη λύσσα, μπορούν να εμβολιαστούν έγκαιρα και να προφυλαχθούν αποτελεσματικά μέσω της δημιουργίας αντισωμάτων στον οργανισμό έναντι του ιού.
Στην περίπτωση των κατοίκων του Αμαζονίου, ορισμένοι, παρόλο που δεν είχαν εμβολιαστεί ποτέ πριν, βρέθηκαν να έχουν στο αίμα τους τέτοια αντισώματα κατά του ιού της λύσσας. Από αυτό, κατά τους επιστήμονες, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η έκθεση των ανθρώπων στον ιό δεν έχει κατ’ ανάγκη μοιραία κατάληξη. Δεν αποκλείεται μάλιστα, σύμφωνα με τους ερευνητές, το ποσοστό των ατόμων με φυσική ανοσία να είναι μεγαλύτερο, αφού όσοι δεν έχουν κάποιο ύποπτο σύμπτωμα για λύσσα, δεν καταφεύγουν στο νοσοκομείο για έλεγχο.
«Όλοι συμφωνούμε ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που έχουν κλινικά συμπτώματα λύσσας, τελικά πεθαίνουν. Όμως είναι πιθανό να μην λαμβάνουμε υπόψη απομονωμένες περιοχές υψηλού κινδύνου, όπου ορισμένοι άνθρωποι εκτίθενται στον ιό της λύσσας και, παρόλα αυτά, για οποιονδήποτε λόγο, δεν αναπτύσσουν τη νόσο», ανέφερε η Γκίλμπερτ.
Οι νυχτερίδες- βαμπίρ ζουν με αίμα θηλαστικών, κατά προτίμηση ζώων που βόσκουν, όμως αν υπάρχει έλλειψη των τελευταίων, δεν έχουν πρόβλημα να πιούν το αίμα των κοιμισμένων ανθρώπων, χωρίς να τους ξυπνήσουν, χάρη στα πολύ κοφτερά δόντια τους που δημιουργούν εύκολα τομές στο δέρμα. Καθώς ο ιός συχνάζει στον οργανισμό των νυχτερίδων (όπως και σε άλλα ζώα, π.χ. τους σκύλους), μπορεί μέσω αυτών να μεταφερθεί στους ανθρώπους.
Οι επιστήμονες σχεδιάζουν ήδη γενετικές μελέτες στα άτομα με φυσική ανοσία στη λύσσα, προκειμένου να ανακαλύψουν τα συγκεκριμένα «μονοπάτια» στη βιοχημεία και φυσιολογία των εν λόγω ανθρώπων, που επιτρέπουν την ανάπτυξη της φυσικής αντίστασης του οργανισμού, ώστε αυτή να μπορεί, στη συνέχεια, να αναπαραχθεί και σε άλλους ανθρώπους με ελεγχόμενο τρόπο, κάτι που θα έσωζε ζωές.