«Η αδυναμία ενός ατόμου να κλείσει εντελώς τα βλέφαρά του ονομάζεται λαγόφθαλμος και όταν συμβαίνει μόνο στη διάρκεια του ύπνου, ονομάζεται νυκτερινός λαγόφθαλμος», εξηγεί ο χειρουργός-οφθαλμίατρος Δρ. Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision, καθηγητής Οφθαλμολογίας Πανεπιστημίου Νέας Υόρκης, NYU Medical School. «Ο νυκτερινός λαγόφθαλμος είναι μία ανατομική παραλλαγή που παρατηρείται σε μεγάλο ποσοστό του γενικού πληθυσμού (σύμφωνα με μερικές έρευνες ακόμα και στο 20% ή περισσότερο), αλλά μερικές φορές μπορεί να είναι απόρροια σοβαρών προβλημάτων υγείας».
Γιατί, όμως, ονομάζεται η πάθηση λαγόφθαλμος; «Η ονομασία προέρχεται από τον μύθο που ήθελε τους λαγούς να κοιμούνται με ανοικτά μάτια και ο οποίος έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα», απαντά ο καθηγητής. «Σήμερα, όμως, έχει αποδειχθεί ότι οι λαγοί κοιμούνται κυρίως με κλειστά μάτια, αλλά ο όρος εξακολουθεί να χρησιμοποιείται».
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ο ύπνος με τα μάτια λίγο ανοιχτά είναι συχνότερος στις γυναίκες και στα άτομα ηλικίας 20-30 ετών, ενώ παρατηρείται συχνά και στα μωρά. Ωστόσο τα βρέφη συνήθως τον ξεπερνούν μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής τους.
Ο λαγόφθαλμος δεν σημαίνει ότι τα μάτια είναι ορθάνοιχτα. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα βλέφαρα είναι εν μέρει ανοικτά. Ακόμα κι έτσι, όμως, υπάρχει κίνδυνος να ξεραθούν τα μάτια στη διάρκεια της νύκτας. Με το πέρασμα του χρόνου μπορεί να αναπτυχθούν χρόνια ξηρότητα και επίμονα ενοχλήματα, που ανοίγουν τον δρόμο σε προβλήματα όπως η κερατοπάθεια από έκθεση, οι αμυχές στην επιφάνεια του ματιού και οι εκδορές ή έλκη (πληγές) του κερατοειδούς.
«Η κερατοπάθεια από έκθεση είναι βλάβη στον κερατοειδή χιτώνα του ματιού που οφείλεται κυρίως στην παρατεταμένη έκθεση της επιφάνειας του ματιού στο εξωτερικό περιβάλλον», εξηγεί ο Δρ. Κανελλόπουλος. «Η πάθηση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε έλκη, μικροβιακή κερατίτιδα και μόνιμη απώλεια της οράσεως λόγω της δημιουργίας ουλών».
Γιατί υπάρχει αυτός ο κίνδυνος; «Βλεφαρίζουμε στη διάρκεια της ημέρας και κλείνουμε τα βλέφαρά μας τη νύχτα για να υγραίνουμε τα μάτια μας με τα δάκρυα», απαντά ο ειδικός. «Ειδικά το βράδυ, το κλείσιμο των βλεφάρων καλύπτει την επιφάνεια των ματιών με μία λεπτή στοιβάδα δακρυϊκού υγρού. Η στοιβάδα αυτή διατηρείται έως το πρωί, με αποτέλεσμα να έχουν τα κύτταρα των ματιών την υγρασία που χρειάζονται για να λειτουργούν ομαλά, ενώ ταυτοχρόνως αποβάλλονται τυχόν σκόνες και απορρίμματα από τα μάτια».
Το κλείσιμο των βλεφάρων γίνεται όταν χαλαρώνουν οι μύες που ρυθμίζουν την κίνησή τους. Ο μηχανισμός αυτός μπορεί να μην λειτουργεί πλήρως όταν:
* Έχει γεννηθεί κανείς με βλέφαρα που δεν κλείνουν εντελώς.
* Έχουν υποστεί βλάβη οι μύες των βλεφάρων (π.χ. εξαιτίας λοίμωξης, φλεγμονής ή τραυματισμού).
* Έχουν παραλύσει ορισμένα νεύρα του προσώπου εξαιτίας παθήσεων όπως η πάρεση Bell, το εγκεφαλικό επεισόδιο, ένας όγκος, διάφορες νευρομυϊκές ή αυτοάνοσες παθήσεις (π.χ. σύνδρομο Guillain-Barre) κ.λπ.
* Τα μάτια προεξέχουν εξαιτίας ασθενειών, όπως η νόσος Graves (είναι η πιο συχνή μορφή υπερθυρεοειδισμού).
* Έχει αλλάξει ο τρόπος κίνησης των βλεφάρων εξαιτίας ουλών από τραυματισμό, έγκαυμα ή εξαιτίας χειρουργικών επεμβάσεων όπως η βλεφαροπλαστική.
Ειδικά στα βρέφη, δεν είναι γνωστό γιατί συχνά κοιμούνται με μισάνοιχτα μάτια αλλά το ξεπερνούν μεγαλώνοντας. Οι επιστήμονες εικάζουν ότι ίσως παίζει ρόλο το στάδιο του ύπνου, δεδομένου ότι τα μωρά περνούν πολύ περισσότερο χρόνο στο στάδιο REM του ύπνου (είναι το στάδιο των ονείρων) απ’ ό,τι οι ενήλικες.
Μελέτες έχουν δείξει ότι τα μωρά περνούν έως και το 50% του ύπνου τους στο στάδιο REM, ενώ οι ενήλικες μόνο το 20%.
Στο στάδιο REM, όμως, ο ύπνος είναι πιο ελαφρύς και έτσι διαταράσσεται πιο εύκολα απ’ ό,τι στα μη-REM στάδια του ύπνου, οπότε ίσως γι’ αυτό είναι μισόκλειστα τα μάτια των μωρών.
Όποια κι αν είναι η αιτία, ο νυκτερινός λαγόφθαλμος συνήθως δεν εμποδίζει τον πάσχοντα να αποκοιμηθεί ούτε τον ξυπνάει τη νύχτα. Όταν, όμως, προκαλεί συμπτώματα στα μάτια, ο ασθενής μπορεί να μην κοιμάται ήσυχα, με συνέπεια να μην ξεκουράζεται αρκετά.
Τα πιθανά συμπτώματα που μπορεί να εκδηλώσουν άτομα που κοιμούνται με μισάνοιχτα μάτια είναι:
* Ξηρότητα.
* Αίσθημα ξένου σώματος στο μάτι (σαν κάτι να έχει μπει στο μάτι και ενοχλεί).
* Αίσθημα καύσου (κάψιμο) στο μάτι.
* Κοκκίνισμα των ματιών.
* Θολή όραση (κυρίως κατά το πρωινό ξύπνημα).
* Ευαισθησία στο φως.
* Κνησμός (φαγούρα) στο μάτι.
* Επίμονη κόπωση στη διάρκεια της ημέρας.
Το πρόβλημα είναι ότι οι ασθενείς κατά κανόνα δεν γνωρίζουν ότι κοιμούνται με μισάνοιχτα μάτια και το μαθαίνουν μόνο όταν τους ενημερώνουν οι οικείοι τους.
«Αν νομίζετε ή σας ενημερώσει ο/η σύντροφός σας ότι κοιμάστε με τα μάτια μισόκλειστα, πρέπει να συμβουλευθείτε έναν οφθαλμίατρο για να εντοπιστεί τυχόν αιτία», συνιστά ο Δρ. Κανελλόπουλος. «Εάν βρεθεί κάτι παθολογικό που μπορεί να αντιμετωπιστεί συντηρητικά (π.χ. με φαρμακευτική αγωγή) ή χειρουργικά, η θεραπεία του ενδεχομένως να επιλύσει και το πρόβλημα με τα βλέφαρά σας».
Ειδάλλως μπορεί να χρειασθείτε άλλα μέτρα, όπως να κλείνετε τα βλέφαρα με ιατρική ταινία για να αποφύγετε την ξηροφθαλμία, να βάζετε οφθαλμικές σταγόνες ή αλοιφή στα μάτια πριν μπείτε για ύπνο ώστε να διατηρούνται υγρά όσο κοιμάστε ή ακόμα και να υποβληθείτε σε χειρουργική επέμβαση για να αποκατασταθεί η κινητικότητα των βλεφάρων.