Η COVID, η γρίπη και οι άλλες ιώσεις της εποχής σαρώνουν τη χώρα μας, καθώς δεν κάναμε αρκετά για να προστατευτούμε από αυτές. Το επακόλουθο είναι εκατοντάδες άνθρωποι να εισάγονται καθημερινά στα νοσοκομεία για έστω και ολιγοήμερη νοσηλεία, ενώ χιλιάδες άλλοι ζητούν καθημερινά αντιϊικά φάρμακα για να την αποφύγουν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο οι γιατροί χορηγούσαν καθημερινά 500-600 αντιϊικά φάρμακα για την COVID. Τώρα πια, όμως, πλησιάζουν τα 1.700-1.800 ημερησίως. Οι, δε, αιτήσεις γι’ αυτά ξεπέρασαν τις 2.300 την ημέρα, είπε χθες ο καθηγητής Πνευμονολογίας Στέλιος Λουκίδης, πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας (ΕΠΕ).
Επιπλέον, από τις 20 Δεκεμβρίου έως την Πρωτοχρονιά, εισήχθησαν στα δημόσια νοσοκομεία όλης της χώρας περίπου 4.500 ασθενείς με βαριά COVID. Οι περίπου 65 από αυτούς χρειάσθηκαν εισαγωγή σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Οι συνολικές νοσηλείες στις απλές κλίνες είναι περίπου 1.480 πανελλαδικά. Αντίστοιχα στις ΜΕΘ είναι περίπου 90. Οι αριθμοί αυτοί, όμως, αναμένεται να αυξηθούν κι άλλο.
«Ίσως φέτος χάσαμε το τρένο της πρόληψης. Δεν κάναμε όλοι μαζί μια καλύτερη επιστημονική αποτύπωση της αναμνηστικής δόσης (για την COVID) και αυτό το πράγμα οδήγησε σε ένα πολύ χαμηλό ποσοστό εμβολιασμών. Αυτό ήταν ίσως το λάθος μας», παραδέχθηκε ο κ. Λουκίδης.
Όπως εξήγησε, εδώ και 2 μήνες υπάρχει σύσταση να εμβολιαστούν κατά προτεραιότητα οι ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Πρόκειται για περισσότερα από 2,5 εκατομμύρια άτομα, εκ των οποίων όμως δεν έχουν εμβολιαστεί ούτε καν οι 180.000.
Διαβάστε ακόμα Κορονοϊός: Η έξαρση COVID-19 τρόμαξε τους άνω των 60 – Στα 34.149 τα νέα ραντεβού τον Ιανουάριο
Αγαπηδάκη: Μπορούν να κάνουν όλοι το εμβόλιο, όχι μόνο οι άνω των 60
«Σε αυτό έχουμε κι εμείς ευθύνη. Πρέπει να έχουμε κι εμείς την αυτοκριτική μας. Ήμασταν λίγο πιο χαλαροί σε σχέση με αυτό που έπρεπε να είμαστε», τόνισε ο καθηγητής μιλώντας στην ΕΡΤ.
Οι τρεις καθοριστικοί παράγοντες για τους εμβολιασμούς
Τι σχέση έχουν οι γιατροί με το αν εμείς θα εμβολιαστούμε; Ως φαίνεται η σύσταση από αυτούς είναι ο καθοριστικός παράγοντας για να γίνουν εμβόλια στην Ελλάδα και όχι οι συστάσεις από επίσημους φορείς, όπως ο ΕΟΔΥ ή το Υπουργείο Υγείας.
Όπως εξήγησε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας κυρία Ειρήνη Αγαπηδάκη, ερωτηματολόγιο που έτρεξε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σε όλες τις χώρες έδειξε ότι η πρόληψη μέσω εμβολιασμών στη χώρα μας σχετίζεται με τρεις βασικές παραμέτρους:
- Η πρώτη και κυριότερη είναι να συστήσει ο γιατρός να κάνουμε το εμβόλιο
- Η δεύτερη είναι το γεγονός πως όσο περισσότερο νοσούμε, τόσο εξοικειωνόμαστε και παύουμε να θεωρούμε τη νόσο σοβαρή, πράγμα που είναι λάθος.
- Η τρίτη είναι ότι έχουμε ταυτίσει τον εμβολιασμό με κάτι που γίνεται στην παιδική ηλικία. Έτσι, οι εμβολιασμοί όλων των ηλικιών στην πανδημία θεωρούνται από τους περισσότερους από εμάς ως κάτι έκτακτο. Και αυτή η αντίληψη, όμως, είναι λανθασμένη.
Ο μοναδικός εμβολιασμός των ενηλίκων που είναι εδραιωμένος στην αντίληψή μας ότι πρέπει να γίνεται ετησίως είναι ο αντιγριπικός. Έτσι, οι εμβολιασμοί για τη γρίπη είχαν ξεπεράσει ήδη από το Νοέμβριο το 1,5 εκατομμύριο. Για την COVID, όμως, η αναμνηστική δόση δεν έγινε, με συνέπεια να γεμίζουν τα νοσοκομεία με ηλικιωμένους ή/και ανθρώπους με υποκείμενα νοσήματα που έχουν βαριά λοίμωξη.
Φωτογραφία: iStock