Η σχετική έρευνα έδειξε ότι ο κίνδυνος από την σχέση μέτριας έως βαριάς κατάθλιψης και αυξημένης θνησιμότητας ήταν ανεξάρτητος από συνοδά νοσήματα ή την σοβαρότητα της ανεπάρκειας. Στον αντίποδα, στα άτομα που δεν είχαν κατάθλιψη ή είχαν αλλά ελαφράς μορφής, ο ίδιος κίνδυνος ήταν κατά 80% μικρότερος!
Σύμφωνα με τον John Cleland, επικεφαλής της έρευνας OPERA-HF και καθηγητή Καρδιολογίας στο Imperial College του Λονδίνου και το Πανεπιστήμιο του Hull, περίπου το 25% των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια που είχαν εισαχθεί στο νοσοκομείο, επανεισήχθησαν σε ένα μήνα μετά το αρχικό εξιτήριο για διάφορους λόγους. Μέσα σε ένα χρόνο, οι περισσότεροι είχαν επιστρέψει στο νοσοκομείο μια ή περισσότερες φορές και σχεδόν οι μισοί απεβίωσαν…
Στην διεξαχθείσα έρευνα, η μέτρια έως σοβαρή κατάθλιψη παρέμεινε σημαντικός προγνωστικός παράγοντας της θνησιμότητας ακόμη και μετά την απαλοιφή παραγόντων όπως η ηλικία, το φύλο, η υπέρταση και η σοβαρότητα της καρδιακής ανεπάρκειας. Εκτιμάται ότι η κατάθλιψη επηρεάζει το 20-40% των ασθενών καθώς σχετίζεται με απώλεια κινήτρων, έλλειψη ενδιαφέροντος για τις καθημερινές δραστηριότητες, χαμηλότερη ποιότητα ζωής, διαταραχές ύπνου και αλλαγή της όρεξης με αντίστοιχη μεταβολή βάρους.
Ο καθηγητής Cleland πάντως τάσσεται κατά της άμεσης συνταγογράφησης αντικαταθλιπτικών διότι μελέτες έχουν δείξει ότι είναι αναποτελεσματικά σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Αντίθετα, θεωρεί πως η αναγνώριση και η διαχείριση της κατάθλιψης ίσως βοηθήσει στην μείωση των ποσοστών θνησιμότητας στους εν λόγω ασθενείς.