Ολοένα περισσότερες ζωές κοστίζει στην Ευρώπη η κλιματική αλλαγή, καθώς βαθαίνει τις ανισότητες στην υγεία και οδηγεί στην εξάπλωση τσιμπουριών και άλλων εντόμων που μεταφέρουν ασθένειες, σύμφωνα με μία νέα, σημαντική έκθεση.
Διεθνής ομάδα επιστημόνων επανεξέτασε εκατοντάδες μελέτες για τις συνέπειες που έχει η υπερθέρμανση του πλανήτη στην υγεία. Αξιολόγησε επίσης τις ενέργειες που ακολουθούν ως αντίδραση σε αυτές. Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στην ιατρική επιθεώρηση The Lancet Public Health.
Το γενικό συμπέρασμα ήταν πως παρατηρείται ανησυχητική αύξηση στη νοσηρότητα και θνησιμότητα από την αυξανόμενη θερμοκρασία και τον πολλαπλασιασμό των ασθενειών που επηρεάζονται από τη ζέστη. Είναι επίσης επιτακτική ανάγκη να ληφθούν δραστικά μέτρα για να προστατευθεί ο ευρωπαϊκός πληθυσμός από αυτήν, αναφέρει το επιστημονικό περιοδικό Nature.
Όπως εξηγούν η παθολόγος Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, καθηγήτρια Επιδημιολογίας & Προληπτικής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, και η βιολόγος Παναγιώτα Ζαχαράκη, στην έκθεση αξιολογήθηκαν 42 δείκτες, συμπεριλαμβανομένων αυτών για:
- Τους θανάτους που σχετίζονται με τη ζέστη
- Την εξάπλωση των μολυσματικών ασθενειών
- Τις τάσεις στην έρευνα για την υγεία και την κλιματική αλλαγή
Αυξήθηκαν οι θάνατοι από τη ζέστη
Σύμφωνα με την έκθεση, η θνησιμότητα που σχετίζεται με τη ζέστη αυξήθηκε κατά 17 θανάτους ανά 100.000 άτομα μεταξύ των περιόδων 2003-2012 και 2013-2022.
Η αύξηση ήταν μεγαλύτερη στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες. Αυτό αποδίδεται στις διαφορές μεταξύ των φύλων όσον αφορά την απώλεια θερμότητας από το σώμα και τους μέγιστους ρυθμούς εφίδρωσης.
Επιπλέον, οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο θερμικού στρες μετά την ωορρηξία, όταν τείνουν να έχουν υψηλότερη θερμοκρασία σώματος.
Ένας άλλος παράγοντας που θα μπορούσε να εξηγεί τη διαφορά μεταξύ των φύλων είναι ότι οι γυναίκες γενικώς φθάνουν σε μεγαλύτερες ηλικίες από τους άνδρες και οι ηλικιωμένοι είναι πιο ευάλωτοι στο θερμικό στρες.
Οι ηλικιωμένοι είναι επίσης πιθανότερο να ζουν μόνοι, γεγονός που τους θέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο από τη ζέστη.
Ο ρόλος των εντόμων
Η κλιματική αλλαγή ευνοεί επίσης την εξάπλωση σε περισσότερες περιοχές εντόμων που φέρουν νόσους. Διευκολύνει επίσης την αύξηση των πληθυσμών των τσιμπουριών (κρότωνες).
Ένα παθογόνο που εκτιμάται ότι θα γίνεται πιο συχνό λόγω της κλιματικής αλλαγής είναι το μονοκύτταρο παράσιτο Leishmania infantum. Αυτό μεταδίδεται από τους θηλυκούς φλεβοτόμους (σκνίπες). Συνήθως προκαλεί στο δέρμα έλκη (πληγές), που μπορεί να είναι εξουθενωτικά. Σε ακραίες περιπτώσεις το παράσιτο προκαλεί διόγκωση του σπλήνα και του ήπατος, και μπορεί να κοστίσει τη ζωή.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι οι θερμότερες και με περισσότερη υγρασία συνθήκες στην Ευρώπη επέτρεψαν στους φλεβοτόμους να εξαπλωθούν προς βορράν. Μάλιστα τη δεκαετία του 2010 έφτασαν σε περισσότερες περιοχές απ’ ό,τι τη δεκαετία του 2000.
Η κλιματική αλλαγή δημιουργεί επίσης ευνοϊκότερες συνθήκες για την επιβίωση και την αναπαραγωγή των φλεβοτόμων. Επιταχύνει επίσης τον κύκλο ζωής των παρασίτων μέσα τους.
Οι ειδικοί αναφέρουν ακόμα ότι οι υψηλότερες θερμοκρασίες έχουν κάνει την Ευρώπη πιο κατάλληλη για το τσιμπούρι Ixodes ricinus. Αυτό μπορεί να μεταδώσει μια σειρά από ασθένειες όταν δαγκώσει ανθρώπους.
Οι ασθένειες που μεταδίδονται με κρότωνες, όπως η νόσος του Lyme και η εγκεφαλίτιδα, προκαλούν συμπτώματα που κυμαίνονται από γριπώδη ασθένεια έως σοβαρές νευρολογικές και καρδιαγγειακές επιπλοκές. Οι συνέπειες μπορεί να είναι απουσία από την εργασία, μακροχρόνια αναπηρία και σημαντικό κόστος υγειονομικής περίθαλψης.
Οι ανισότητες στο επίκεντρο
Καθώς ο πλανήτης θερμαίνεται, εντείνονται οι επιστημονικές έρευνες για τη συσχέτιση της υγείας με την κλιματική αλλαγή. Οι σχετικές μελέτες που δημοσιεύθηκαν μεταξύ 1991 και 2022 ήταν εκατοντάδες, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Η πλειονότητα εξ αυτών επικεντρώνονται στις επιδράσεις που έχει η υπερθέρμανση του πλανήτη στην υγεία. Ορισμένες, όμως, εξέτασαν τα αέρια του θερμοκηπίου που εκπέμπονται από τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης. Άλλες διερεύνησαν τους τρόπους προστασίας των ανθρώπων από την κλιματική αλλαγή.
Οι συγγραφείς της νέας έκθεσης διαπίστωσαν επίσης ότι το περίπου 2% των μελετών που δημοσιεύθηκαν το 2022 για την κλιματική υγεία, είχαν ως παραπομπή (αναφορά) την ισότητα ή την δικαιοσύνη. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν επηρεάζονται όλες οι πληθυσμιακές ομάδες εξίσου από την κλιματική αλλαγή.
«Για την ορθή αντιμετώπιση των σχετιζομένων με το κλίμα επιπτώσεων στην υγεία είναι σημαντικό να εξακριβωθεί ποιοι πληθυσμοί επηρεάζονται δυσανάλογα και κινδυνεύουν περισσότερο, ώστε να προστατευτούν όλοι αλλά κυρίως οι ευπαθείς ομάδες», καταλήγουν οι ειδικοί.
Φωτογραφία: iStock