Οι περισσότεροι θάνατοι και οι περισσότεροι καρκίνοι αναμένεται να υπάρξουν στην ίδια την Ιαπωνία, ενώ πολύ λίγοι θάνατοι αναμένονται στην Ασία και τη Βόρεια Αμερική, σύμφωνα με τους ερευνητές του πανεπιστημίου Στάνφορντ, με επικεφαλής τον καθηγητή Μαρκ Τζέικομπσον, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό για θέματα ενέργειας και επιστήμης του περιβάλλοντος «Energy and Environment Science».
Οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, προβλέπεται ότι μακροπρόθεσμα θα έχουν 0 έως 12 θανάτους και 0 έως 30 καρκίνους από την ακτινοβολία.
Πρόκειται για την πιο πλήρη μέχρι σήμερα εκτίμηση του πώς μπορεί η ιαπωνική πυρηνική καταστροφή να αφήσει το στίγμα της στην υγεία των ανθρώπων τα επόμενα χρόνια, αν και οι εκτιμήσεις, που βασίζονται σε μοντέλα ηλεκτρονικών υπολογιστών, ενέχουν μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι θάνατοι εκτιμώνται από 30 έως 1.300 (με καλύτερη πρόβλεψη τους 130) και οι καρκίνοι από 24 έως 2.500 (με καλύτερη πρόβλεψη τους 180).
Οι εκτιμήσεις αυτές έρχονται μάλλον να θέσουν σε αμφισβήτηση προηγούμενες ορισμένες υπεραισιόδοξες επιστημονικές αναφορές ότι η ραδιενέργεια, που απελευθερώθηκε στην περιοχή της Φουκουσίμα μετά τον ισχυρό σεισμό και το τσουνάμι τον Μάρτιο του 2011, δεν θα είχε τελικά άξιες λόγου επιπτώσεις για την υγεία των Ιαπώνων.
Σε κάθε περίπτωση, η νέα μελέτη καθησυχάζει τους φόβους που είχαν εκφραστεί σε άλλες χώρες, πέρα από την Ιαπωνία, ότι η καταστροφή ίσως είχε εκτεταμένες επιπτώσεις για την υγεία των κατοίκων τους, κάτι που δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται.
Οι εκτιμώμενοι μελλοντικοί θάνατοι θα πρέπει να προστεθούν στους περίπου 600 θανάτους, οι οποίοι συνέβησαν κυρίως λόγω στρες και κόπωσης (ιδίως μεταξύ των ηλικιωμένων) κατά τη διαδικασία εκκένωσης μετά το συμβάν, το χειρότερο στην ιστορία των πυρηνικών αντιδραστήρων μετά το ατύχημα του Τσερνομπίλ στην Ουκρανία το 1986.
Οι αμερικανοί επιστήμονες χρησιμοποίησαν ένα παγκόσμιο ατμοσφαιρικό μοντέλο για να προβλέψουν τη διασπορά του ραδιενεργού υλικού και ένα δεύτερο μοντέλο για να εκτιμήσουν τις συνέπειες για την υγεία όσων εκτέθηκαν στην ακτινοβολία σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.
Αν και η ραδιενέργεια που εκλύθηκε από το ατύχημα της Φουκουσίμα, μόλυνε μια «νεκρή ζώνη» αρκετών εκατοντάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων γύρω από τις κατεστραμμένες πυρηνικές εγκαταστάσεις, χαμηλά μόνο επίπεδα ραδιενεργών υλικών ανιχνεύθηκαν στην Ευρώπη και την Αμερική. Η περισσότερη ραδιενέργεια έπεσε στον Ειρηνικό ωκεανό και μόνο το 19% υπολογίζεται ότι έπεσε σε ξηρά, αντίθετα με το Τσερνομπίλ, όταν η περισσότερη ραδιενέργεια είχε πέσει στο έδαφος της Ρωσίας, της Ουκρανίας και άλλων γειτονικών χωρών.
Στην περίπτωση της Φουκουσίμα, εκτός από 10-12 εργαζόμενους, που έχασαν τη ζωή τους μέσα στα ίδια τα πυρηνικά εργοστάσια, δεν έχουν αναφερθεί ακόμα θάνατοι πολιτών που να έχουν προέλθει άμεσα από την έκθεση στη ραδιενεργή ακτινοβολία. Όμως, σύμφωνα με τους αμερικανούς επιστήμονες, οι συνέπειες για την υγεία θα χρειαστούν χρόνια ή και δεκαετίες εωσότου εκδηλωθούν. Ο κίνδυνος είναι αναλογικά μεγαλύτερος για τα παιδιά που έχουν εκτεθεί στη ραδιενέργεια.