Η Jenny Laine ήταν ένα χαρούμενο κορίτσι που απολάμβανε τη ζωή. Ερωτεύτηκε μικρή και διατήρησε τη σχέση που είχε μέχρι να παντρευτεί. Όταν έγινε 18, αποφάσισε να συζήσει με το φίλο της, στο ίδιο σπίτι αφού και οι δυο φοιτούσαν στο ίδιο πανεπιστήμιο. Η Jenny, όλο αυτό τον καιρό έπασχε από τρομερούς πονοκεφάλους, αλλά δεν είχε πει τίποτε σε κανένα. Πήγε και έκανε εξετάσεις και εκεί ο γιατρός της είπε ότι είναι έγκυος.
Επέστρεψε στο σπίτι πετώντας από τη χαρά της. Το ίδιο βράδυ αποφάσισε με τον μελλοντικό της άνδρα και πατέρα του παιδιού της να βγουν έξω να το γιορτάσουν. Η ζωή της άλλαξε προς το καλύτερο. Μέχρι και οι πονοκέφαλοι δεν ήταν τόσο έντονοι. Ύστερα από 2 μήνες σε ένα εστιατόριο που δειπνούσε ο πονοκέφαλος ξανάρθε. Δυνατότερος από ποτέ… Δεν άντεξε και λιποθύμησε. Στο νοσοκομείο οι γιατροί είπαν ότι χρειάζονται επιπλέον εξετάσεις για να εντοπίσουν το πρόβλημα. Οι μαγνητικές το αποκάλυψαν. Η Jenny, είχε όγκο τόσο στον εγκέφαλο, όσο και στη σπονδυλική στήλη.
Ο θεράπων ιατρός της είπε ότι πρέπει να ξεκινήσει χημειοθεραπείες το συντομότερο δυνατόν. “Και το μωρό μου; διατρέχει κίνδυνο; θα υποστεί τις παρενέργειες;” κατάφερε να ψελλίσει. Η απάντηση ήταν αποστομωτική: “ναι διατρέχει κίνδυνο, και πολύ πιθανόν οι παρενέργειες να είναι ανεπανόρθωτες. Θα πρέπει να το ρίξετε” της είπε ο γιατρός της.
Η 18χρονη μητέρα, δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά: “Γιατρέ δεν θα κάνω καμία θεραπεία. Ακόμη και με αυτές το ξέρετε πολύ καλά ότι στο τέλος δεν θα τα καταφέρω. Θα προχωρήσω κανονικά να γεννήσω. Ελπίζω μόνο να προλάβω…”
Μήνα με το μήνα η κατάσταση της χειροτέρευε. Οι γιατροί έκριναν ότι δεν θα τα κατάφερνε. Έπρεπε να πάρουν το παιδί. Εξάλλου είχε μπει ήδη στο μήνα της. Λίγο πριν τον τοκετό η jenny, δυσκολευόταν και να αναπνεύσει. Οι δυνάμεις της, την είχαν εγκαταλείψει. Ερχόταν και χανόταν, ήταν λες και ζούσε μόνο για να περιμένει να γεννήσει.
Όταν οι γιατροί της έφεραν τον γιο της στην αγκαλιά της, δεν μπορούσε καν να μιλήσει. Τον μύρισε βαθιά σαν να ήθελε να έχει για πάντα την μυρωδιά του και ύστερα έκλεισε τα μάτια και δάκρυσε. Έπειτα από 2 ημέρες και ενώ η νοσοκόμα της έφερνε το φαγητό της, την άγγιξε απαλά στο χέρι.
Η νοσοκόμα τα έχασε, νόμιζε ότι η Jenny κοιμόταν. Έσκυψε πάνω της και την άκουσε να ψιθυρίζει: “Φεύγω…το χρέος μου το έκανα…ελπίζω ο γιος μου να έχει καλύτερη τύχη… Ελπίζω να με θυμάται…”
Εκείνο το βράδυ η Jenny, ξεψύχησε. Ο γιος της τώρα μεγαλώνει με τη γιαγιά του, τη μητέρα της Jenny, αλλά και με τον μπαμπά του, που συνέχεια του μιλάει για εκείνη όταν τον βάζει για ύπνο. Η γιαγιά του μικρού Michael, λέει ότι μοιάζει στην κόρη της. Και όταν την ρωτούν για τη ιστορία της απαντάει αποστομωτικά: “Δεν είναι μια δραματική ιστορία. Είναι η ιστορία μιας μητέρας που θυσιάστηκε για το σπλάχνο της…”