Όπως διευκρίνισαν πάντως οι ερευνητές, αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος άνθρωπος πάσχει από αϋπνία, είναι καταδικασμένος να αναπτύξει άνοια ή Αλτσχάιμερ, πρόωρα.
Η πρώτη -και μεγαλύτερη σε εύρος και διάρκεια- έρευνα, μ’ επικεφαλής την επιδημιολόγο Ελίζαμπεθ Ντεβόρ του νοσοκομείου Brigham and Women’s της Βοστώνης, εξέτασε περισσότερες από 15.000 γυναίκες στις ΗΠΑ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όσες κοιμούνταν λιγότερο από πέντε ώρες το βράδυ (ή περισσότερο από εννέα ώρες), είχαν χειρότερη μέση νοητική επίδοση σε σχέση με όσες κοιμούνταν επτά ώρες κατά μέσο όρο.
Σύμφωνα με τη μελέτη, που παρακολούθησε τις γυναίκες επί 14 χρόνια, τόσο ο πολύ λίγος όσο και ο υπερβολικός ύπνος ισοδυναμούν με πρόωρη γήρανση του εγκεφάλου κατά δύο χρόνια. Ακόμα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες, των οποίων η διάρκεια του ύπνου με το πέρασμα του χρόνου αλλάζει (μειώνεται ή αυξάνεται) κατά δύο ώρες ή περισσότερο μέσα στη μέρα, έχουν χειρότερη εγκεφαλική λειτουργία σε σχέση με τις γυναίκες που κοιμούνται λίγο πολύ την ίδια ώρα καθώς μεγαλώνουν. Όσο πιο ακραίες είναι οι αλλαγές στη διάρκεια του ύπνου, καθώς κανείς μεγαλώνει, τόσο πιο αρνητική θεωρείται η επίπτωση για τη νοητική λειτουργία, επειδή διαταράσσεται περισσότερο ο κιρκαδιανός ρυθμός, το λεγόμενο «βιολογικό ρολόι».
Η δεύτερη έρευνα από επιστήμονες του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Σαν Φρανσίσκο κατέγραψε την ποιότητα του ύπνου περίπου 1.300 γυναικών ηλικίας άνω των 75 ετών. Διαπιστώθηκε ότι όσες έκαναν τον χειρότερο ύπνο, ιδίως παρουσιάζοντας υπνική άπνοια, είχαν υπερδιπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν τα συμπτώματα ήπιας άνοιας τα επόμενα πέντε χρόνια. Όσες είχαν μεγαλύτερη αϋπνία, είχαν γενικά χειρότερες επιδόσεις στα γλωσσικά και νοητικά τεστ.
Σε μία τρίτη μελέτη στη Γαλλία, οι ερευνητές παρακολούθησαν για πάνω από οκτώ χρόνια σχεδόν 5.000 νοητικά υγιείς ανθρώπους άνω των 65 ετών. Διαπιστώθηκε ότι όσοι, λόγω κακού ύπνου, ήσαν στη συνέχεια μισοκοιμισμένοι μέσα στην ημέρα, αντιμετώπιζαν αυξημένο κίνδυνο έκπτωσης των νοητικών λειτουργιών τους.
Μια τελευταία έρευνα από επιστήμονες της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Ουάσιγκτον-Σεν Λιούις, έλαβε δείγματα αίματος και εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τρεις ομάδες εθελοντών (μία με άνοια, μία με υγιείς ηλικιωμένους και μία με νέους), σε χρονικό διάστημα 36 ωρών και, διαπίστωσε ότι οι συνήθειες του ύπνου συνδέονταν με τα επίπεδα της πρωτεϊνης (αμυλοειδούς) που εμπλέκεται στη δημιουργία των εγκεφαλικών «πλακών», οι οποίες αποτελούν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της νόσου Αλτσχάιμερ.
Πάντως τα ευρήματα όλων των ανωτέρω μελετών θεωρούνται προκαταρκτικά, επειδή δεν έχουν ακόμα δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά.