Καλά νέα για την πνευμονική αρτηριακή υπέρταση
Η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου βασίστηκε σε μακροχρόνια μελέτη σε ασθενείς με ΠΑΥ λειτουργικού σταδίου II έως III κατά ΠΟΥ. Στη μελέτη συμμετείχαν ασθενείς με ιδιοπαθή και κληρονομική ΠΑΥ (58%), ΠΑΥ που σχετίζεται με νόσους του συνδετικού ιστού (29%) και ΠΑΥ που σχετίζεται με συγγενή καρδιοπάθεια με διορθωμένα ελλείμματα (10%).
Η Vallerie Mclaughlin MD, διευθύντρια του προγράμματος για την ΠΑΥ στο τμήμα Καρδιαγγειακής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στις ΗΠΑ αναφέρει: «Η οδός της προστακυκλίνης έχει αναγνωριστεί εδώ και πολύ καιρό ως ένας βασικός στόχος για τη θεραπεία της ΠΑΥ. Ωστόσο, μέχρι τώρα, δεν είχε αξιοποιηθεί πλήρως. Αυτό οφείλεται μερικώς στα σημαντικά εμπόδια που θέτουν οι υπάρχουσες θεραπείες με προστανοειδή στους ασθενείς και στο οικείο περιβάλλον αυτών. Η έγκριση του Uptravi με τα αξιόπιστα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα σημαίνει ότι περισσότεροι ασθενείς μπορούν να επωφεληθούν από αυτή την οδό και να λάβουν θεραπευτική αγωγή πολύ νωρίτερα κατά τη πορεία εξέλιξης της νόσου».
Ο Jean-Paul Clozel, MD και διευθύνων σύμβουλος της Actelion σχολιάζει: «Σήμερα, η έγκριση του Uptravi από τον FDA αποτελεί ένα ακόμη ορόσημο για την Actelion. Μαζί με τους συνεργάτες μας στην Νippon Shinyaku, είμαστε περήφανοι που μπορούμε να προσφέρουμε μια εξαιρετική από στόματος θεραπεία που στοχεύει στην οδό της προστακυκλίνης. Η ένδειξη του Uptravi αναγνωρίζει τη βελτίωση στα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η μείωση του κινδύνου νοσηλείας εξαιτίας της ΠΑΥ ανεξάρτητα από το αν οι ασθενείς λάμβαναν υποκείμενη φαρμακευτική αγωγή συμπεριλαμβανόμενης της θεραπείας με ERA, ενός αναστολέα της φωσφοδιεστεράσης 5 (PDE-5) ή – για πρώτη φορά στη ΠΑΥ – επιπρόσθετα του συνδυασμού και των δύο, δηλαδή ενός ΕRA και ενός αναστολέα PDE -5».
Ο Jean-Paul Clozel καταλήγει: «Το Uptravi θα διευρύνει σε μεγάλο βαθμό τις θεραπευτικές επιλογές για την καθυστέρηση της εξέλιξης της νόσου έπειτα από την έναρξη της θεραπείας με φάρμακα όπως το Opsumit και πολύ πριν το Veletri που χορηγείται σε μεταγενέστερο στάδιο της νόσου. Η Actelion έχει τώρα ένα πρωτοποριακό χαρτοφυλάκιο με θεραπείες για τη συνεχή φροντίδα ασθενών με ΠΑΥ που προσφέρουν μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα, ασφάλεια και ευκολία.»
Η ασφάλεια του Uptravi έχει εξετασθεί σε μια μακροπρόθεσμη, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη σε 1.156 ασθενείς με συμπτωματική ΠΑΥ (μελέτη GRIPHON). H έκθεση στο Uptravi σε αυτή τη μελέτη ήταν έως 4.2 χρόνια με μια διάμεση διάρκεια έκθεσης 1.4 χρόνων.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίστηκαν σε μεγαλύτερη συχνότητα στην ομάδα Uptravi έναντι του εικονικού φαρμάκου και σε ποσοστό ≥3% κατά τη διάρκεια της μελέτης ήταν πονοκέφαλος, διάρροια, πόνος στο σαγόνι, ναυτία, μυαλγία, έμετος, πόνος στα άκρα, έξαψη, αρθραλγία, αναιμία, μειωμένη όρεξη και εξανθήματα. Αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι πιο συχνές κατά τη φάση τιτλοποίησης της δοσολογίας. Υπερθυρεοειδισμός παρατηρήθηκε στο 1% (n=8) των ασθενών που λάμβαναν Uptravi και σε κανέναν από τους ασθενείς που λάμβαναν το εικονικό φάρμακο.
Η Αctelion αναμένει το Uptravi να είναι διαθέσιμο στους ασθενείς στις ΗΠΑ στις αρχές του Ιανουαρίου του 2016. Εκτός των ΗΠΑ, η Actelion συνεχίζει να συνεργάζεται με τους Υγειονομικούς φορείς για την έγκριση του Uptravi.
Η έγκριση του Uptravi βασίστηκε μερικώς σε δεδομένα από την παγκόσμια μακροχρόνια μελέτη GRIPHON, φάσης lll, που πραγματοποιήθηκε σε 1.156 ασθενείς, οι οποίοι ήταν σε θεραπεία για 4.2 έτη. H μελέτη GRIPHON, στην οποία περισσότεροι από 80% των ασθενών που συμμετείχαν λάμβαναν ήδη θεραπείες ειδικές με την ΠΑΥ, έδειξε πως ο κίνδυνος του πρωταρχικού σύνθετου καταληκτικού σημείου μειώθηκε κατά 40% (p<0.0001) με το selexipag σε σχέση με το εικονικό φάρμακο.
Το όφελος του selexipag ήταν σταθερό σε προκαθορισμένες υποομάδες ασθενών όπως αιτιολογία ΠΑΥ, λειτουργικό στάδιο και βασικής θεραπείας για την ΠΑΥ, συμπεριλαμβανομένων ασθενών που ήδη λάμβαναν συνδυαστική αγωγή με ΕRA και αναστολέα PDE-5.
Η τιτλοποίηση του selexipag, σε εξατομικευμένη δόση συντήρησης βάσει της ανοχής, ήταν αποτελεσματική στο να επιτύχει μακροπρόθεσμα οφέλη στο δοκιμασμένο εύρος δόσης. Η πρώτη δοσολογία στη GRIPHON ήταν 200 μικρογραμμάρια (mcg) δις ημερησίως (b.i.d) και αυξήθηκε σταδιακά κατά 200 mcg έως και τα 1600 mcg δις ημερησίως. Έπειτα από την τιτλοποίηση της δοσολογίας στην υψηλότερη ανεκτή δόση, το όφελος ήταν σταθερό στις προκαθορισμένες χαμηλές – (200, 400 mcg δύο φορές ημερησίως) μέτριες- (600,800,1000 mcg δύο φορές ημερησίως) και υψηλές δοσολογικές ομάδες (1200, 1400, 1600 mcg δύο φορές ημερησίως).