Καλά νέα για την πρόληψη της υποτροπής στην φλεβική θρομβοεμβολή
Η ριβαροξαμπάνη στα 20 mg (ήδη εγκεκριμένη δόση ως θεραπευτική αγωγή) μείωσε τον κίνδυνο υποτροπής της ΦΘΕ κατά 66% (μείωση του σχετικού κινδύνου) σε σύγκριση με το ΑΣΟ, ενώ αντίστοιχα η ριβαροξαμπάνη στα 10 mg, μείωσε σημαντικά τον κίνδυνο υποτροπής της ΦΘΕ κατά 74% .
Τα δεδομένα της μελέτης στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 3.000 ασθενείς, παρουσιάστηκαν στην 66η Ετήσια Επιστημονική Σύνοδο του Αμερικανικού Κολεγίου Καρδιολογίας (ACC) στην Ουάσιγκτον και ταυτόχρονα δημοσιεύθηκαν στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό New England Journal of Medicine.
Oι ασθενείς που συμμετείχαν είχαν προηγουμένως ολοκληρώσει 6 έως 12 μήνες αντιπηκτικής αγωγής για την αντιμετώπιση πνευμονικής εμβολής (ΠΕ) ή συμπωματικής εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης (ΕΒΦΘ), ενώ ασθενείς με αδιαμφισβήτητη ανάγκη για συνέχιση της θεραπευτικής αντιπηκτικής αγωγής πέραν των πρώτων 6 έως 12 μηνών, δεν συμπεριελήφθησαν στη μελέτη.
Η φλεβική θρομβοεμβολή, η οποία περιλαμβάνει την πνευμονική εμβολή και την εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, είναι η τρίτη πιο συχνή αιτία θανάτου καρδιαγγειακής αιτιολογίας μετά από την καρδιακή προσβολή και το εγκεφαλικό επεισόδιο. Σε ασθενείς με ΦΘΕ, η αντιπηκτική θεραπεία συνιστάται για 3 μήνες ή περισσότερο, ανάλογα με τη σχέση μεταξύ του κινδύνου υποτροπής της φλεβικής θρομβοεμβολής και του κινδύνου αιμορραγίας. Σημειώνεται ότι ο κίνδυνος υποτροπής της θρόμβωσης είναι έως και 10% κατά το πρώτο έτος, εάν διακοπεί η αντιπηκτική θεραπεία.
«Πολλοί γιατροί είναι απρόθυμοι να συνεχίσουν τη θεραπεία αντιπηκτικής αγωγής για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, γιατί δεν είναι σίγουροι για τη σχέση οφέλους-κινδύνου σε κάποιους ασθενείς τους», δήλωσε ο Jeffrey Weitz, Καθηγητής Ιατρικής, Βιοχημείας και Βιοϊατρικών Επιστημών, στο Πανεπιστήμιο McMaster, και εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Μελέτης Θρόμβωσης και Αθηροσκλήρυνσης, στο Χάμιλτον του Καναδά και εκ των βασικών ερευνητών της μελέτης EINSTEIN CHOICE.
«Η ευελιξία στις διαθέσιμες δόσεις της ριβαροξαμπάνης, αναμένεται να βοηθήσει τους γιατρούς να επιλέγουν με μεγαλύτερη ακρίβεια την καταλληλότερη θεραπεία παρατεταμένης διάρκειας μετά από αξιολόγηση των ατομικών χαρακτηριστικών του ασθενούς».