Πρόκειται για το φάρμακο Lemtrada (δραστική ουσία: αλεμτουζουμάμπη), το οποίο -σύμφωνα με τις συστάσεις του ΕΟΦ- θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε νοσοκομείο με άμεση πρόσβαση σε μονάδα εντατικής θεραπείας και σε ειδικούς, οι οποίοι μπορούν να διαχειριστούν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Η αλεμτουζουμάμπη (alemtuzumab) είναι ένα κάππα μονοκλωνικό αντίσωμα της ανοσοσφαιρίνης IgG1 επεξεργασμένο με γενετική μηχανική για ανθρώπινη χρήση και με ειδική δράση στην γλυκοπρωτεΐνη επιφανείας των 21-28 kD λεμφοκυττάρων (CD52), που εκφράζεται κυρίως στην επιφάνεια φυσιολογικών και κακοήθων περιφερικών Β και Τ λεμφοκυττάρων. Η αλεμτουζουμάμπη προκαλεί τη λύση των λεμφοκυττάρων με τη δέσμευσή του στο CD52, ένα υψηλά εκπεφρασμένο μη μεταβλητό αντιγόνο το οποίο παρουσιάζεται στην επιφάνεια ουσιαστικά όλων των λεμφοκυττάρων Β και Τ καθώς και των μονοκυττάρων, των θυμοκυττάρων (λεμφοειδών κυττάρων που σχηματίζονται στο θύμο) και των μακροφάγων κυττάρων. Το αντίσωμα μεσολαβεί στη λύση των λεμφοκυττάρων διαμέσου καθήλωσης του συμπληρώματος και της εξαρτώμενης αντισωμάτων κυτταροτοξικότητας με κυτταρική μεσολάβηση.
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων συστήνει επίσης να επικαιροποιηθεί ο οδηγός για τον ιατρό και το πακέτο με τις πληροφορίες για τον ασθενή με συμβουλές για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου εμφάνισης σοβαρών καρδιαγγειακών διαταραχών, οι οποίες μπορούν να εμφανιστούν λίγο μετά από μία έγχυση Lemtrada (στάγδην) και αυτό-άνοσων παθήσεων, οι οποίες μπορεί να εμφανιστούν πολλούς μήνες πιθανά και χρόνια μετά από την τελευταία θεραπεία.