Καρκίνος μαστού: Υπάρχουν και προδιαθεσιακοί παράγοντες και πρόληψη
γράφει ο Χρίστος Παπαδημητρίου, Παθολόγος-Ογκολόγος, καθηγητής Ιατρικής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, υπεύθυνος Ογκολογικής Μονάδας Αρεταίειου Νοσοκομείου.
Επιδημιολογικά στοιχεία
Ο καρκίνος του μαστού είναι ο συχνότερος καρκίνος στις γυναίκες των αναπτυγμένων χωρών. Πιο αναλυτικά, τη νόσο θα αναπτύξει 1 στις 8 γυναίκες κατά τη διάρκεια της ζωής της, ενώ 1 στις 36 θα καταλήξει απ’ αυτή. Η θνητότητα έχει ελαττωθεί τις τελευταία δεκαετίες, αποτέλεσμα της διάγνωσης σε πιο πρώιμο στάδιο αλλά και των σημαντικών εξελίξεων στη θεραπεία. Το μέγεθος του επιδημιολογικού προβλήματος γίνεται αντιληπτό από το γεγονός, πως σήμερα υπάρχουν στις ΗΠΑ 2,8 εκατομμύρια επιβιώσασες από τον καρκίνο του μαστού.
Στοιχεία ανατομίας και παθολογικής ανατομίας
Η κατανόηση της νόσου προϋποθέτει τη γνώση της ανατομίας του μαστού ή όπως επίσης αποκαλείται μαζικού αδένα. Το όργανο αποτελείται από αδένες (λόβια), όπου παράγεται το γάλα και ένα σύστημα σωληνοειδών αγωγών (γαλακτοφόροι πόροι) αναγκαίων για τη μεταφορά του γάλακτος στη θηλή. Επιπλέον υπάρχουν λιπώδης και συνδετικός ιστός, αιμοφόρα αγγεία και λεφαγγεία. Οι καρκίνοι του μαστού προέρχονται κυρίως από τα κύτταρα, τα οποία επενδύουν τους πόρους (πορογενής καρκίνος) αλλά και εκείνα, τα οποία επενδύουν τα λόβια (λοβιακός καρκίνος).
Τα σαρκώματα και τα λεμφώματα είναι σπάνιοι κακοήθεις όγκοι προερχόμενοι από άλλους ιστούς του μαστού. Ιδιαίτερη σημασία στην παθολογική φυσιολογία του καρκίνου του μαστού έχει το λεμφικό σύστημα, που αποτελείται από τα λεμφαγγεία και λεμφαδένες. Πιο συγκεκριμένα, τα κακοήθη κύτταρα από ένα αναπτυσσόμενο καρκίνο μπορεί να εισέλθουν σ’ ένα λεμφαγγείο και να μεταφερθούν στους αποκαλούμενους επιχώριους λεμφαδένες (μασχαλιαίοι, υπερ- και υπο-κλείδιοι, έσω μαστικοί). Η διήθηση των λεμφαδένων αυξάνει την πιθανότητα διασποράς της νόσου σε άλλα όργανα: όσο περισσότεροι λεμφαδένες έχουν προσβληθεί τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος μεταστάσεων.
Παράγοντες κινδύνου
Όσον αφορά τους παράγοντες κινδύνου, αυτοί διακρίνονται σε μη μεταβαλλόμενους και σε εξαρτώμενους από τον τρόπο ζωής (lifestyle). Στους πρώτους ανήκουν η ηλικία (η συχνότητα της νόσου είναι μεγαλύτερη στις μεγαλύτερες ηλικίες), γενετικοί παράγοντες (οι μεταλλάξεις διαφόρων γονιδίων και ιδιαίτερα των BRCA1 και BRCA2 αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού), η πρώιμη εμμηναρχή (< 12 ετών) και η όψιμη εμμηνόπαυση (> 55 ετών), το οικογενειακό αλλά και το ατομικό ιστορικό (γυναίκα με καρκίνο στον μαστό έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσει στο μέλλον ένα νέο καρκίνο στον εναπομείναντα ή στον άλλο μαστό), το λοβιακό καρκίνωμα in situ (LCIS).
Επίσης, ο πυκνός μαστός και η ακτινοβολία -που αφορούσε και τον μαστό- για άλλο νεόπλασμα (συνήθως λέμφωμα) σε μικρότερη ηλικία.
Στους εξαρτώμενους από το lifestyle παράγοντες κινδύνου ανήκουν η χρόνια κατανάλωση αλκοόλ, η συνδυασμένη (οιστρογόνο + προγεστερόνη) ορμονική θεραπεία υποκατάστασης μετά την εμμηνόπαυση, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, η κύηση μετά το τριακοστό έτος και ο μη θηλασμός.
Πρόγνωση και πρώιμη ανίχνευση
Η πρόγνωση του καρκίνου του μαστού θεωρείται σήμερα πολύ καλή, ιδίως στα πρώιμα στάδια. Ενδεικτικά, η πενταετής επιβίωση αγγίζει το 100% στο στάδιο Ι, υπερβαίνει το 90% στο στάδιο ΙΙ, ενώ στα στάδια ΙΙΙ και IV είναι περί το 70% και 20% αντίστοιχα. Έτσι υπογραμμίζεται με τον σαφέστερο τρόπο η ανάγκη της έγκαιρης διάγνωσης της νόσου. Η βασικότερη εξέταση είναι η μαστογραφία, η οποία συνιστάται να γίνεται στις γυναίκες με ελεύθερο ιστορικό σε ετήσια βάση από την ηλικία των 40 ετών και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους.
Εάν με βάση το οικογενειακό ιστορικό ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου είναι τουλάχιστον 20% ή έχει προηγηθεί ακτινοβολία στον θώρακα ή έχουν διαπιστωθεί συγκεκριμένες γονιδιακές μεταλλάξεις, τότε απαιτείται πέραν της κλασσικής και μαγνητική μαστογραφία. Η απεικόνιση συμπληρώνεται από την ετήσια κλινική εξέταση μετά το τεσσαρακοστό έτος.
Η αυτοεξέταση μετά το εικοστό έτος έχει οφέλη αλλά και πολλούς περιορισμούς. Αν και με τον ετήσιο μαστογραφικό έλεγχο έχει αυξηθεί ο αριθμός των καρκίνων, που διαγιγνώσκονται σε πρώιμο στάδιο, δηλ. πριν την εμφάνιση σημείων και συμπτωμάτων, εν τούτοις δεν μπορεί να μην αναφερθούν τα τελευταία. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται ο ανώδυνος και σκληρός ψηλαφητός όγκος, η ρύση υγρού από τη θηλή, η εισολκή της θηλής, η διόγκωση μέρους ή ολόκληρου του μαστού, η ερυθρότητα του δέρματος κ.λπ.
Διάγνωση, απεικονιστικός έλεγχος και θεραπευτική στρατηγική
Η διάγνωση της νόσου τίθεται με τη βιοψία της ύποπτης στην απεικόνιση βλάβης. Μετά την παθολογοανατομική επιβεβαίωση ακολουθεί ο καθορισμός του σταδίου, ώστε να διαπιστωθεί η έκταση του καρκίνου. Ο έλεγχος περιλαμβάνει την ακτινογραφία θώρακα ή την αξονική τομογραφία (εάν απαιτηθεί), το σπινθηρογράφημα οστών, το υπερηχογράφημα ή εναλλακτικά την αξονική τομογραφία κοιλίας.
Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρειασθεί μαγνητική τομογραφία. Στη συνέχεια σχεδιάζεται η θεραπευτική στρατηγική, που περιλαμβάνει τη χειρουργική αντιμετώπιση, την ακτινοθεραπεία, τον ορμονικό χειρισμό, τη χημειοθεραπεία, τη θεραπεία μοριακής στόχευσης και την αγωγή της οστικής μεταστατικής νόσου. Με βάση το στάδιο και τα παθολογοανατομικά χαρακτηριστικά (έκφραση υποδοχέων οιστρογόνων και προγεστερόνης, Ki67, HER2) γίνεται συνδυασμός τουλάχιστον δύο εκ των προαναφερθέντων κύριων τύπων θεραπείας.