Καρκίνος θυρεοειδούς: Ποια χημικά προϊόντα είναι επικίνδυνα;
Σύμφωνα με τα ευρήματα πρόσφατης μελέτης από ερευνητές του Πανεπιστημίου Yale, η έκθεση σε βιοκτόνα, όπως είναι γνωστά προϊόντα που στοχεύουν στην απολύμανση, αποστείρωση και εξουδετέρωση των δυσάρεστων οσμών, προκαλεί αύξηση του κινδύνου για καρκίνο του θυρεοειδούς κατά 65%, ενώ υπερδιπλασιάζεται στους ανθρώπους των οποίων η εργασία μπορεί να οδηγήσει σε συσωρευτική έκθεση σε αυτά με την πάροδο του χρόνου.
Μια άλλη μελέτη, που παρουσιάστηκε στην 99η ετήσια συνάντηση της Αμερικανικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας (ENDO 2017), που πραγματοποιήθηκε στο Ορλάντο της Φλόριντα, διαπίστωσε ότι ορισμένα επιβραδυντικά φλόγας που χρησιμοποιούνται σε πολλά οικιακά προϊόντα φαίνεται να σχετίζονται με τον πιο συνηθισμένο τύπο καρκίνου του θυρεοειδούς, τον θηλώδη (PTC).
Σύμφωνα με τον γενικό χειρουργό Δρ. Δημήτρη Βουγιουκλάκη, Διευθυντή Χειρουργικής Κλινικής 251 ΓΝΑ (www.drvougiouklakis.gr), οι κακοήθειες του θυρεοειδούς διακρίνονται σε θηλώδη καρκινώματα, που αφορούν στο 80% των περιπτώσεων, σε θυλακιώδη καρκινώματα (10%), σε μυελωειδή (5-10%), σε αναπλαστικά (1-2%), σε πρωτογενή λεμφώματα και σε πρωτογενή σαρκώματα, τα οποία είναι σπάνια. Τα καρκινώματα εκδηλώνονται πιο συχνά ως ένα ανώδυνο, ψηλαφητό οζίδιο, η ύπαρξη του οποίου γίνεται γνωστή συνήθως από τυχαίο έλεγχο. Το ιστορικό, ο κλινικός, αιματολογικός και απεικονιστικός έλεγχος, καθώς και η εκτέλεση βιοψίας με παρακέντηση μέσω λεπτής βελόνης (FNA) κρίνονται απαραίτητα βήματα για την επιβεβαίωση ή όχι της κακοήθειας. Στους προδιαθεσιακούς παράγοντες για εμφάνιση καρκίνου του θυρεοειδούς περιλαμβάνονται το γυναικείο φύλο και το οικογενειακό ιστορικό. Στους περιβαλλοντικούς παράγοντες που αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης της νόσου είναι η έκθεση σε ακτινοβολία κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας είτε ως διαγνωστικό / θεραπευτικό μέσο είτε μετά από πυρηνικά ατυχήματα.
Οι παραπάνω μελέτες προδίδουν και άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες που σχετίζονται με τον καρκίνο του θυρεοειδούς. Αναλυτικότερα, η πρώτη μελέτη συμπεριέλαβε δεδομένα 462 ενηλίκων με καρκίνο του θυρεοειδούς και 498 άτομα που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Οι ερευνητές συνέλεξαν στοιχεία που αφορούσαν τις θέσεις εργασίας που κατείχαν οι συμμετέχοντες για τουλάχιστον ένα έτος κατά τη διάρκεια της ζωής τους, τη θέση εργασίας, τα καθήκοντά τους, το όνομα της εταιρείας, τον τύπο της βιομηχανίας και τις ημερομηνίες απασχόλησής τους και κατόπιν υπολόγισαν την πιθανή έκθεση σε βιοκτόνα και φυτοφάρμακα. Διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες με επαγγελματική έκθεση σε βιοκτόνα είχαν 48% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο του θυρεοειδούς, ενώ οι άνδρες είχαν περισσότερες από τριπλάσιες πιθανότητες.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, ενδεχομένως αυτές οι χημικές ουσίες να αλλοιώνουν τις θυρεοειδικές ορμόνες. Έφεραν δε ως παράδειγμα το Triclosan, ένα χημικό που χρησιμοποιείται ευρέως σε προϊόντα καθαρισμού, το οποίο έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τα επίπεδα δύο θυρεοειδικών ορμονών που εμπλέκονται στην ανάπτυξη και τον μεταβολισμό, και την πενταχλωροφαινόλη η οποία χρησιμοποιείται για τη συντήρηση του ξύλου που επίσης έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τα επίπεδα ορμονών του θυρεοειδούς σε αρουραίους. Όσον αφορά την επαγγελματική έκθεση σε φυτοφάρμακα, οι ερευνητές δεν διαπίστωσαν συσχετισμό με τον καρκίνο του θυρεοειδούς.
Η δεύτερη μελέτη πραγματοποιήθηκε από ερευνητική ομάδα, επικεφαλής της οποίας ήταν η καθηγήτρια χειρουργικής και ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Duke Julie Ann Sosa, μέσω συλλογής και ανάλυσης σκόνης -ως μέτρο έκθεσης σε επιβραδυντικά φλόγας- από τα σπίτια 70 ατόμων με θηλώδη καρκίνο του θυρεοειδούς (PTC) και 70 χωρίς καρκίνο, ανάλυσης δειγμάτων αίματος των συμμετεχόντων και αντιστοίχισης ορισμένων παραμέτρων, όπως ηλικία, φύλο και Δείκτη Μάζας Σώματος.
Το 79% στη μελέτη ήταν γυναίκες -καθώς ο PTC τις επηρεάζει περισσότερο από ό,τι τους άνδρες- με μέση ηλικία τα 48 έτη. Από τα ευρήματα διαπιστώθηκε ότι τα υψηλότερα επίπεδα οικιακής σκόνης από δύο επιβραδυντές φλόγας συσχετίστηκαν με αυξημένες πιθανότητες του κατοίκου να έχει PTC. Αυτοί ήταν ο δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρας (BDE-209), ο περισσότερο χρησιμοποιούμενος πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρας και σε μικρότερο βαθμό το τρισφωσφορικό άλας (TCEP). Οι συμμετέχοντες των οποίων τα επίπεδα BDE-209 στη σκόνη των σπιτιών τους ήταν υψηλά ήταν περισσότερο από δύο φορές πιθανότερο να έχουν καρκίνο του θυρεοειδούς, από εκείνα τα άτομα που ζούσαν σε σπίτια με χαμηλές συγκεντρώσεις BDE-209 στη σκόνη.
Οι συμμετέχοντες με υψηλά επίπεδα TCEP στην οικιακή τους σκόνη είχαν περισσότερες από τέσσερις φορές πιθανότητες να έχουν μεγαλύτερους, πιο επιθετικούς όγκους και πέραν του θυρεοειδούς. Αντίθετα, οι συμμετέχοντες με τα υψηλότερα επίπεδα BDE-209 στη σκόνη ήταν 14 φορές πιο πιθανό να έχουν αναπτύξει PTC χωρίς μια συνηθισμένη γονιδιακή μετάλλαξη (BRAF V600E). Αυτή η μετάλλαξη έχει συνδεθεί με τον PTC και τείνει να συμπεριφέρεται πιο επιθετικά.
«Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σε πολλές χώρες αξιοσημείωτη αύξηση της συχνότητας εμφάνισης καρκίνου του θυρεοειδούς και ιδιαίτερα του θηλώδους, η οποία οφείλεται τόσο στην αυξανόμενη χρήση διαγνωστικών μέσων και βιοψίας FNA, που έχουν οδηγήσει σε ανίχνευση και διάγνωση περισσότερων υποκλινικών καρκίνων του θυρεοειδούς, όσο και σε περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Οι άνθρωποι που εκτίθενται σε βιοκτόνα και επιβραδυντικά, είτε στο σπίτι είτε σε επαγγελματικούς χώρους λόγω της δουλειάς τους, θα πρέπει είναι προσεκτικοί και να προστατεύονται. Η χρήση προστατευτικών ρούχων, μάσκας και γαντιών, κατά την επαφή τους με αυτά, επιβάλλεται. Στις περιπτώσεις όμως που διαγνωστεί τελικά καρκίνος του θυρεοειδούς απαιτείται, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, χειρουργική επέμβαση, γνωστή ως ολική θυρεοειδεκτομή. Εάν υπάρχουν δε ύποπτοι λεμφαδένες, ο ασθενής θα πρέπει να υποβληθεί ταυτόχρονα σε τραχηλικό λεμφαδενικό καθαρισμό. Προκειμένου ωστόσο να αποφευχθούν οι όποιες επιπλοκές, η επέμβαση θα πρέπει να εκτελεστεί από έμπειρο χειρουργό. Το θετικό είναι ότι η πρόβλεψη ίασης για τις περισσότερες μορφές καρκίνου του θυρεοειδούς είναι υψηλό. Ιδιαίτερα στον συχνότερο τύπο του, τον θηλώδη, το ποσοστό θεραπείας ξεπερνά το 90%.
Επειδή όμως ο καρκίνος του θυρεοειδούς δεν δίνει συμπτώματα, καλό είναι ο έλεγχος της υγείας του να εντάσσεται στο ετήσιο check up», καταλήγει ο κ. Βουγιουκλάκης.