Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, με επικεφαλής τη δρα Κάθριν Νέϊθανσον, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «PLoS One», μελέτησαν 1.246 άνδρες, ηλικίας 18 έως 55 ετών, με και χωρίς καρκίνο των όρχεων.
Διαπιστώθηκε ότι υπήρχε σημαντική αύξηση κατά σχεδόν 60% του κινδύνου για την εμφάνιση του συγκεκριμένου καρκίνου για όσους είχαν κάνει τουλάχιστον τρεις ακτινογραφίες και αξονικές τομογραφίες κάτω από τη μέση, σε σχέση με όσους δεν είχαν κάνει καμία. Ο κίνδυνος επίσης ήταν περισσότερο αυξημένος για όσους είχαν κάνει τέτοιες εξετάσεις κατά την πρώτη δεκαετία της ζωής τους, σε σχέση με όσους τις είχαν ξεκινήσει μετά τα 18.
«Η σταθερή αύξηση στα περιστατικά καρκίνου των όρχεων κατά τις τελευταίες τρεις έως τέσσερις δεκαετίες δείχνει ότι εμπλέκεται κάποιος κίνδυνος περιβαλλοντικής έκθεσης, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί κανένας με βεβαιότητα. Τα ευρήματα μας δείχνουν ότι η αυξημένη χρήση διαγνωστικής ακτινοβολίας κάτω από τη μέση στους άνδρες μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του κινδύνου», ανέφερε η δρ Νέιθανσον.
Η ακτινοβολία, γενικά, αποτελεί γνωστό παράγοντα κινδύνου για καρκίνο, καθώς μπορεί να κάνει ζημιά στο DNA. Όταν τα κύτταρα αδυνατούν να επιδιορθώσουν το κατεστραμμένο DNA, τότε μπορεί να προκύψουν καρκινικές μεταλλάξεις.
Ο καρκίνος των όρχεων είναι συχνός στους άνδρες 15 έως 45 ετών και η συχνότητά του έχει αυξηθεί στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ από περίπου τρία περιστατικά ανά 100.000 άνδρες το 1975, σε έξι ανά 100.000 σήμερα.
Έως τώρα δεν είχε μελετηθεί ιδιαίτερα ο ρόλος που μπορεί να παίζουν οι διαγνωστικές εξετάσεις με ακτινοβολίες. Οι μελέτες είχαν εστιαστεί σε συγκεκριμένες ομάδες (στρατιωτικοί, εργαζόμενοι στην πυρηνική βιομηχανία κ.ά.), αλλά όχι στον γενικό πληθυσμό των ανδρών που κάνουν τις συνήθεις εξετάσεις.
«Εφόσον τα ευρήματά μας επιβεβαιωθούν, πρέπει να γίνουν προσπάθειες για να μειωθούν -και εάν είναι δυνατό να αποφευχθούν- οι ιατρικώς μη αναγκαίες εξετάσεις που εκθέτουν τους όρχεις σε ακτινοβολίες, εν μέρει λιγότερη δόση των ακτίνων και εν μέρει με καλύτερη προφύλαξη των εξεταζόμενων», συμπεραίνουν οι ερευνητές.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ