«Η αντίληψη και η ευαισθητοποίηση μας σχετικά με την κοιλιοκάκη έχουν εξελιχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά υπάρχουν ακόμη πτυχές που εξακολουθούν να είναι ελάχιστα κατανοητές», λέει ο Δρ Ciaran Kelly, ιατρικός διευθυντής του Κέντρου Κοιλιοκάκης στο Beth Israel Deaconess Medical Center και καθηγητής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ.
Ίσως δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι παρανοήσεις είναι ευρέως διαδεδομένες στο ευρύ κοινό. Ένα παράδειγμα; Πολλοί άνθρωποι υποθέτουν ότι όλοι όσοι έχουν κοιλιοκάκη ταλαιπωρούνται από πόνο στην κοιλιά, φουσκώματα ή διάρροιες. Στην πραγματικότητα, όμως, πολλοί ενήλικες που διαγιγνώσκονται με την κληρονομική αυτή δυσανεξία στη γλουτένη δεν έχουν αυτά τα συμπτώματα.
Επιπλέον, η γλουτένη -η κολλώδης πρωτεΐνη που βρίσκεται σε δημητριακά όπως το σιτάρι, το κριθάρι και η σίκαλη- μπορεί επίσης να προκαλέσει γαστρεντερική δυσφορία και άλλα συμπτώματα και σε άτομα που δεν έχουν κοιλιοκάκη.
Μύθος # 1: Η κοιλιοκάκη διαγιγνώσκεται συνήθως σε νεαρή ηλικία
Όχι συνήθως. Ενώ η κοιλιοκάκη μπορεί να εμφανιστεί οποιαδήποτε στιγμή μετά την πρώτη έκθεση ενός βρέφους στη γλουτένη, συνήθως διαγιγνώσκεται πολύ αργότερα στη ζωή. Σύμφωνα με την αμερικανική Εθνική Ένωση Κοιλιοκάκης, η μέση ηλικία διάγνωσης είναι μεταξύ 46 και 56 ετών. Περίπου το 25% των ατόμων διαγιγνώσκονται μετά την ηλικία των 60 ετών.
Η κοιλιοκάκη είναι ελαφρώς πιο συχνή στις γυναίκες και σε άτομα με άλλες αυτοάνοσες παθήσεις, συμπεριλαμβανομένωμ του διαβήτη τύπου 1, της θυρεοειδίτιδας Hashimoto (μια κοινή αιτία χαμηλών επιπέδων θυρεοειδούς) και της ερπητοειδούς δερματίτιδας (μιας σπάνιας πάθησης που χαρακτηρίζεται από κνησμώδες, φουσκώδες εξάνθημα).
«Δεν ξέρουμε γιατί κάποιοι άνθρωποι από ευαίσθητοι που ήταν γίνονται πραγματικά πάσχοντες από κοιλιοκάκη», λέει ο Δρ Kelly. Η επικρατούσα θεωρία είναι ότι η σωματική ή συναισθηματική πίεση -όπως μια ιογενής λοίμωξη, μια χειρουργική επέμβαση ή το άγχος από κάποιο στρεσογόνο γεγονός της ζωής- μπορεί κάποια στιγμή να «γυρίσει τον διακόπτη» και να προκαλέσει την εμφάνιση της νόσου, λέει.
«Όλο και περισσότεροι άνθρωποι διαγιγνώσκονται στη μέση ηλικία και σε μεγαλύτερη ηλικία, συχνά αφού διαπιστωθεί ότι έχουν παθήσεις όπως αναιμία ή οστεοπόρωση που προκαλούνται από ελλείψεις θρεπτικών συστατικών», λέει ο Δρ Kelly.
Μύθος #2: Η κοιλιοκάκη επηρεάζει μόνο το έντερο
Όταν οι άνθρωποι πάσχουν από κοιλιοκάκη, η κατανάλωση γλουτένης πυροδοτεί μια επίθεση του ανοσοποιητικού συστήματος που μπορεί να καταστρέψει την επένδυση του λεπτού εντέρου. Ένα υγιές λεπτό έντερο είναι επενδεδυμένο με δακτυλοειδείς προσεκβολές, που ονομάζονται λάχνες, οι οποίες απορροφούν τα θρεπτικά συστατικά. Στην κοιλιοκάκη, το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στις λάχνες με αποτέλεσμα να μην μπορούν να απορροφήσουν επαρκώς τα θρεπτικά συστατικά.
Αν και μπορεί να εμφανιστούν γαστρεντερικά προβλήματα, τα προβλήματα αυτά δεν είναι πάντα παρόντα. Στην πραγματικότητα, η κοιλιοκάκη μπορεί να παρουσιάσει πολλά διαφορετικά συμπτώματα που επηρεάζουν το νευρικό, το ενδοκρινικό και το σκελετικό σύστημα. Μερικά παραδείγματα είναι η εγκεφαλική ομίχλη, οι αλλαγές στην έμμηνο ρύση ή ο πόνος στους μύες και στις αρθρώσεις.
Μύθος # 3: Κοιλιοκάκη έναντι δυσανεξίας στη γλουτένη
Αν αισθάνεστε άρρωστοι μετά την κατανάλωση γλουτένης, μάλλον έχετε κοιλιοκάκη, σωστά; Στην πραγματικότητα, αυτό μπορεί να μην είναι αλήθεια. Μερικοί άνθρωποι έχουν μη-κυτταρική ευαισθησία στη γλουτένη (που ονομάζεται επίσης δυσανεξία στη γλουτένη), η οποία μπορεί να προκαλέσει δυσάρεστα πεπτικά συμπτώματα μετά την κατανάλωση γλουτένης. Αλλά η δυσανεξία στη γλουτένη διαφέρει από την κοιλιοκάκη.
Η κοιλιοκάκη διαγιγνώσκεται με εξετάσεις αίματος που αναζητούν συγκεκριμένα αντισώματα. Εάν υπάρχουν αντισώματα, η οριστική διάγνωση απαιτεί βιοψία εντέρου για να αναζητηθούν σημάδια βλάβης που χαρακτηρίζουν την πάθηση.
Η ευαισθησία στη γλουτένη που δεν σχετίζεται με κοιλιοκάκη δεν πυροδοτεί αντισώματα ούτε προκαλεί εντερική βλάβη. Ωστόσο, ορισμένα άτομα με αυτό το πρόβλημα λένε ότι εμφανίζουν επίσης εγκεφαλική ομίχλη, δυσκολία συγκέντρωσης, μυϊκούς πόνους και κόπωση μετά την κατανάλωση τροφίμων που περιέχουν γλουτένη.
«Η μη-κυτταρική ευαισθησία στη γλουτένη φαίνεται να είναι ένα πραγματικό φαινόμενο, αλλά δεν είναι καλά καθορισμένο», λέει ο Δρ Kelly. Δεν είναι σαφές αν οι άνθρωποι που την εμφανίζουν έχουν δυσανεξία στη γλουτένη ή σε κάτι άλλο στα τρόφιμα που περιέχουν γλουτένη.
Μύθος #4: Η δίαιτα χωρίς γλουτένη ανακουφίζει πάντα από τα συμπτώματα και τα σημάδια της κοιλιοκάκης
Η μοναδική θεραπεία για την κοιλιοκάκη -η υιοθέτηση μιας διατροφής που αποκλείει όλα τα τρόφιμα που περιέχουν γλουτένη- δεν βοηθά πάντα.
«Περίπου το 20% των ατόμων με κοιλιοκάκη έχουν συνεχή συμπτώματα, παρά τις προσπάθειές τους να ακολουθήσουν πιστά μια διατροφή χωρίς γλουτένη», λέει ο Δρ Kelly. Άλλοι έχουν διαλείποντα σημεία και συμπτώματα, ιδίως όταν εκτίθενται κατά λάθος σε γλουτένη. Η τυχαία έκθεση συμβαίνει συχνά όταν κάποιος τρώει έτοιμα φαγητά ή φαγητά σε εστιατόρια που ισχυρίζονται ότι είναι χωρίς γλουτένη αλλά δεν είναι. Η διασταυρούμενη μόλυνση με τρόφιμα που περιέχουν γλουτένη είναι άλλη μία πιθανή οδός.
Η επιστήμη αναζητεί αυτήν τη στιγμή πιθανές λύσεις για τα άτομα με κοιλιοκάκη που συνεχίζουν να παρουσιάζουν συμπτώματα παρά τους διατροφικούς περιορισμούς. Τρεις πολλά υποσχόμενες προσεγγίσεις είναι οι εξής:
- Ένζυμα που διασπούν τη γλουτένη, τα οποία οι άνθρωποι θα μπορούσαν να λαμβάνουν παράλληλα με τα τρόφιμα που περιέχουν γλουτένη. «Είναι μια ιδέα παρόμοια με τα χάπια λακτάσης που παίρνουν οι άνθρωποι με δυσανεξία στη λακτόζη για να τους βοηθήσουν να χωνέψουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα», λέει ο Δρ Kelly.
- Αποδυνάμωση της ανοσολογικής απόκρισης στη γλουτένη με την αναστολή ενός ενζύμου που ονομάζεται ιστική τρανσγλουταμινάση, η οποία καθιστά τη γλουτένη πιο ισχυρή ως αντιγόνο.
- Επαναπρογραμματισμός της ανοσολογικής απόκρισης ώστε να αποτρέπεται η αντίδραση του οργανισμού στη γλουτένη.
Πηγή: Harvard Health Publishing
Φωτογραφία: iStock
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Λύκος: Νέα θεραπεία θα μπορούσε να τερματίσει την ανάγκη για δια βίου φαρμακευτική αγωγή
Εγκυμοσύνη: Το συμπλήρωμα που χαρίζει πιο δυνατά οστά στα μωρά
Καρκίνος του προστάτη: Η εξέταση που βελτιώνει τη διάγνωση χωρίς βιοψία